Ο θεός του κάτω κόσμου, ο θεός των νεκρών. Το βασίλειο του πεδίο συγκέντρωσης όσων αποδημούσαν δικαίων και αδίκων. Το όνομα του Πλούτωνας (= πλούτος = πλούσιος) του εδώθει κατ' ευφημισμό και γιατί κάτω από τη γη βρίσκονται τα πολύτιμα μέταλλά και λίθοι.
Ακόμη, ίσως γνωστότερο όνομα για τον θεό είναι το Άδης (= Αϊδής = κρυφός, αυτός που δεν φαίνεται).
Ο Άδης είναι ο αόρατος θεός αφ' ενός επειδή βασιλεύει στο σκοτάδι, αφ' ετέρου εξαιτίας της κυνής, ένα είδος κράνους (ή κατ? άλλους σκούφιας) που φοράει και η οποία κάνει όποιον το φοράει αόρατο.
Το κράνος αυτό είναι ένα από τα τρία δώρα των γιγάντων στους θεούς προκειμένου να τους βοηθήσουν στην μάχη κατάληψης της εξουσίας από τον Κρόνο. Οι γίγαντες πολέμησαν μαζί με τους θεούς ενάντια στον Κρόνο και τους τιτάνες και ενάντια στο εκατόγχειρες στην συνέχεια. Τα άλλα δύο τους δώρα είναι ο κεραυνός που έδωσαν στον Δία και η τρίαινα που δωρίσαν στον Ποσειδώνα.
Ο Άδης δεν εγκαταλείπει σχεδόν ποτέ το βασίλειο του. Η μοναδική ίσως περίπτωση που ανέβηκε στον επάνω κόσμο ήταν αυτή της αρπαγής της Περσεφώνης, της κόρης της Θεάς Δήμητρας και μετέπειτα γυναίκας του. Θαμπωμένος από την ομορφιά της αποφάσισε, ύστερα από την συγκατάθεση και του Δία να ανέβει και να πάρει από τον Πάνω Κόσμο την Περσεφώνη.
Συντετριμμένη η Δήμητρα την αναζητούσε μάταια ψάχνοντας παντού. Αφού έμαθε για τον Άδη και την αρπαγή της κόρης της ζήτησε από τον Δία την μεσολάβησή του προκειμένου να επιστρέψει και πέτυχε να επιστρέφει για μερικούς μήνες και να ξανακατεβαίνει στο σκοτεινό βασίλειο τους υπόλοιπους μοιράζοντας έτσι την φροντίδα της σε ζωντανούς και νεκρούς. Αυτός ο μύθος για τους αρχαίους Έλληνες συμβόλιζε την εναλλαγή των εποχών και ήταν ο λόγος που η γη καρποφορούσε την άνοιξη όταν η Περσεφώνη ανέβαινε από τον Άδη και η μητέρα της Δήμητρα χαίρονταν που την έβλεπε και χάριζε την ευφορία στους αγρούς.
Οι πύλες για τον κάτω κόσμο, σύμφωνα με τους αρχαίους καθορίζονταν από δύο ποταμούς και δύο λίμνες. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή του Κωκυτού ποταμού και της λίμνης της Στυγός στην Πελοπόννησο και η δεύτερη και γνωστότερη αυτή του Αχέροντα και της Αχερουσίας λίμνης στην Θεσπρωτία. Ιδιαίτερα για τον Αχέροντα πίστευαν πως ήταν το ποτάμι στο οποίο ο Χάρος (ως γέρος καμπούρης βαρκάρης) μετέφερε τις ψυχές των νεκρών στον άλλο κόσμο εισπράττοντας ως εισιτήριο τον οβολό που τοποθετούσαν στο στόμα του νεκρού. Ακόμη, από εκεί κατά τον Όμηρο ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο για να συναντήσει τον μάντη Τειρεσία φεύγοντας από το νησί της Κίρκης. Αχέρων σημαίνει λύπη, ο Αχέροντας είναι το ποτάμι της λύπης όχι μόνο επειδή από εκεί περνούσαν οι νεκροί στον άλλο κόσμο αλλά και επειδή αυτός έδωσε νερό στους διψασμένους Τιτάνες όταν αυτοί πολεμούσαν με τους Θεούς, έτσι ο Δίας τον έκανε πικρό και έκτοτε θεωρείτε το ποτάμι της Λύπης.
Συνήθως όταν σκεφτόμαστε τον Κάτω Κόσμο, τον σκεφτόμαστε ως ένα μέρος σκοτεινό, μία φυλακή τεράστια, ένα μέρος τιμωρίας των ψυχών. Οι ψυχές όμως κατεβαίνοντας εκεί δεν είχαν όλες την ίδια αντιμετώπιση. Οι ψυχές κρίνονταν για την ζωή τους ως ζωντανές από τον Πλούτωνα αλλά και από τρεις κριτές, μυθικούς ηγέτες, τον Μίνωα, τον Ραδαμάνθη και τον Αιακό και ανάλογα πήγαιναν είτε στα Ηλύσια πεδία ή τα νησιά των Μακάρων (= Παράδεισος) αν ήταν έντιμοι, είτε στα Τάρταρα (= κόλαση) αν δεν ήταν.
Το τραγούδι «Αχερουσία» του Σταύρου Ξαρχάκου, σε στίχους Νίκου Γκάτσου, αναφέρεται στην Αχερουσία λίμνη, που κατά τη μυθολογία μας, υπήρξε μια από τις εισόδους στον Άδη.
Σταύρου Ξαρχάκου – Νίκου Γκάτσου
Ερμηνεία: Σταμάτης Κόκοτας, 1970
Καράβια ταξιδεύουν στην Κίνα στην Ασία
κι ένα μικρό πλεούμενο για την Αχερουσία
Κόσμος το βλέπει στο γιαλό και κείνο προχωράει
χιλιάδες οι αμαρτωλοί κι ο Άδης δεν χωράει
Τρέχει παλεύει ο άνθρωπος και χάνει το μυαλό του
για το σκυλί τον κέρβερο να βρει τον οβολό του
Δόξα και πλούτη και ομορφιά και της ζωής το ψέμαόλα βουλιάζουν κάποτε στου Αχέροντα το ρέμα
Επίσης και ο Δ.Μητροπάνος στο τραγούδι Έρωτας-Αρχάγγελος αναφέρεται στο δρόμο για την Αχερουσία
Σάββατο χαράματα μπρος στην Αχερουσία
χόρεψα ζεϊμπέκικο πάνω στην φωτιά
βήματα γενέθλια για την αθανασία
κι όλες οι αγάπες μου μία ξενιτιά
Ακόμη, ίσως γνωστότερο όνομα για τον θεό είναι το Άδης (= Αϊδής = κρυφός, αυτός που δεν φαίνεται).
Ο Άδης είναι ο αόρατος θεός αφ' ενός επειδή βασιλεύει στο σκοτάδι, αφ' ετέρου εξαιτίας της κυνής, ένα είδος κράνους (ή κατ? άλλους σκούφιας) που φοράει και η οποία κάνει όποιον το φοράει αόρατο.
Το κράνος αυτό είναι ένα από τα τρία δώρα των γιγάντων στους θεούς προκειμένου να τους βοηθήσουν στην μάχη κατάληψης της εξουσίας από τον Κρόνο. Οι γίγαντες πολέμησαν μαζί με τους θεούς ενάντια στον Κρόνο και τους τιτάνες και ενάντια στο εκατόγχειρες στην συνέχεια. Τα άλλα δύο τους δώρα είναι ο κεραυνός που έδωσαν στον Δία και η τρίαινα που δωρίσαν στον Ποσειδώνα.
Ο Άδης δεν εγκαταλείπει σχεδόν ποτέ το βασίλειο του. Η μοναδική ίσως περίπτωση που ανέβηκε στον επάνω κόσμο ήταν αυτή της αρπαγής της Περσεφώνης, της κόρης της Θεάς Δήμητρας και μετέπειτα γυναίκας του. Θαμπωμένος από την ομορφιά της αποφάσισε, ύστερα από την συγκατάθεση και του Δία να ανέβει και να πάρει από τον Πάνω Κόσμο την Περσεφώνη.
Συντετριμμένη η Δήμητρα την αναζητούσε μάταια ψάχνοντας παντού. Αφού έμαθε για τον Άδη και την αρπαγή της κόρης της ζήτησε από τον Δία την μεσολάβησή του προκειμένου να επιστρέψει και πέτυχε να επιστρέφει για μερικούς μήνες και να ξανακατεβαίνει στο σκοτεινό βασίλειο τους υπόλοιπους μοιράζοντας έτσι την φροντίδα της σε ζωντανούς και νεκρούς. Αυτός ο μύθος για τους αρχαίους Έλληνες συμβόλιζε την εναλλαγή των εποχών και ήταν ο λόγος που η γη καρποφορούσε την άνοιξη όταν η Περσεφώνη ανέβαινε από τον Άδη και η μητέρα της Δήμητρα χαίρονταν που την έβλεπε και χάριζε την ευφορία στους αγρούς.
Οι πύλες για τον κάτω κόσμο, σύμφωνα με τους αρχαίους καθορίζονταν από δύο ποταμούς και δύο λίμνες. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή του Κωκυτού ποταμού και της λίμνης της Στυγός στην Πελοπόννησο και η δεύτερη και γνωστότερη αυτή του Αχέροντα και της Αχερουσίας λίμνης στην Θεσπρωτία. Ιδιαίτερα για τον Αχέροντα πίστευαν πως ήταν το ποτάμι στο οποίο ο Χάρος (ως γέρος καμπούρης βαρκάρης) μετέφερε τις ψυχές των νεκρών στον άλλο κόσμο εισπράττοντας ως εισιτήριο τον οβολό που τοποθετούσαν στο στόμα του νεκρού. Ακόμη, από εκεί κατά τον Όμηρο ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο για να συναντήσει τον μάντη Τειρεσία φεύγοντας από το νησί της Κίρκης. Αχέρων σημαίνει λύπη, ο Αχέροντας είναι το ποτάμι της λύπης όχι μόνο επειδή από εκεί περνούσαν οι νεκροί στον άλλο κόσμο αλλά και επειδή αυτός έδωσε νερό στους διψασμένους Τιτάνες όταν αυτοί πολεμούσαν με τους Θεούς, έτσι ο Δίας τον έκανε πικρό και έκτοτε θεωρείτε το ποτάμι της Λύπης.
Συνήθως όταν σκεφτόμαστε τον Κάτω Κόσμο, τον σκεφτόμαστε ως ένα μέρος σκοτεινό, μία φυλακή τεράστια, ένα μέρος τιμωρίας των ψυχών. Οι ψυχές όμως κατεβαίνοντας εκεί δεν είχαν όλες την ίδια αντιμετώπιση. Οι ψυχές κρίνονταν για την ζωή τους ως ζωντανές από τον Πλούτωνα αλλά και από τρεις κριτές, μυθικούς ηγέτες, τον Μίνωα, τον Ραδαμάνθη και τον Αιακό και ανάλογα πήγαιναν είτε στα Ηλύσια πεδία ή τα νησιά των Μακάρων (= Παράδεισος) αν ήταν έντιμοι, είτε στα Τάρταρα (= κόλαση) αν δεν ήταν.
Το τραγούδι «Αχερουσία» του Σταύρου Ξαρχάκου, σε στίχους Νίκου Γκάτσου, αναφέρεται στην Αχερουσία λίμνη, που κατά τη μυθολογία μας, υπήρξε μια από τις εισόδους στον Άδη.
Σταύρου Ξαρχάκου – Νίκου Γκάτσου
Ερμηνεία: Σταμάτης Κόκοτας, 1970
Καράβια ταξιδεύουν στην Κίνα στην Ασία
κι ένα μικρό πλεούμενο για την Αχερουσία
Κόσμος το βλέπει στο γιαλό και κείνο προχωράει
χιλιάδες οι αμαρτωλοί κι ο Άδης δεν χωράει
Τρέχει παλεύει ο άνθρωπος και χάνει το μυαλό του
για το σκυλί τον κέρβερο να βρει τον οβολό του
Δόξα και πλούτη και ομορφιά και της ζωής το ψέμαόλα βουλιάζουν κάποτε στου Αχέροντα το ρέμα
Επίσης και ο Δ.Μητροπάνος στο τραγούδι Έρωτας-Αρχάγγελος αναφέρεται στο δρόμο για την Αχερουσία
Σάββατο χαράματα μπρος στην Αχερουσία
χόρεψα ζεϊμπέκικο πάνω στην φωτιά
βήματα γενέθλια για την αθανασία
κι όλες οι αγάπες μου μία ξενιτιά
www.visaltis.net
astrikiprovoli.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου