Τον Ιανουάριο του '97 πρόσφυγες από την Κρήτη, γυναικόπαιδα κυρίως, φθάνουν στη Μήλο, Σύρο ή Πειραιά, όπου διηγούνται τους φόνους, τις θηριωδίες, τις πυρκαϊές και τις συμπλοκές που συμβαίνουν στον τόπο τους.
Στον οργισμένο λαό αλλά και στη βίαιη αντίδραση της Αντιπολίτευσης ο Πρωθυπουργός Δεληγιάννης δηλώνει στη Βουλή στις 23 Ιανουαρίου:
«…Εν Κρήτη εκτελείται εργασία σκοπούσα να παρασκευάση την εφαρμογήν των νέων θεσμών οίτινες εδόθησαν εις αυτήν. Την εργασίαν ταύτην ανέλαβον να διεξαγάγωσιν αι Μ. Δυνάμεις (Αγγλία, Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ρωσία), επομένως ημείς νομίζομεν ότι δεν έχομεν καθήκον να αναμιχθώμεν ουδέ να μεταβώμεν εις Κρήτην ίνα ανατρέψωμεν εκείνο το οποίον αι δυνάμεις είχον αποφασίσει…»
Στις 24 Ιανουαρίου γίνεται η Επανάσταση των Χανίων. Ομάδες Χριστιανών πολιορκούνται στην περιοχή Χαλέπα, άλλες καταδιώκονται, κακοποιούνται, εξοντώνονται και άλλες τέλος καταφεύγουν στα πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων (εκτός Γερμανίας) που βρίσκονται ήδη στο λιμάνι των Χανίων.
Η αντιπολίτευση απειλεί: «θα τεθεί επικεφαλής όποιος εγείρει επανάστασιν εν η περιπτώση ήθελον ταφή δια της πολιτείας της Κυβερνήσεως αι ελπίδες και οι πόθοι του Ελληνικού λαού».
Και η κυβέρνηση κάτω από αυτές τις συνθήκες, 24 ώρες μετά την άρνησή της για οποιαδήποτε ελληνική συμμετοχή στο Κρητικό ζήτημα, ανακοινώνει τον απόπλου δύο πολεμικών πλοίων
( «ΥΔΡΑ» Κυβ. Ι. Βώκος, «ΜΥΚΑΛΗ» Κυβ. Γ. Κουντουριώτης) για την Κρήτη, για να ακολουθήσουν άλλα δύο («ΜΙΑΟΥΛΗΣ» Κυβ. Ζώτος και «ΑΛΦΕΙΟΣ» κυβ. Π. Κουντουριώτης), το επόμενο διήμερο.
Επικεφαλής της μοίρας αυτής τοποθετείται ο Μοίραρχος Ράϊνεκ Υπασπιστής του Βασιλιά.
Τα πλοία πήγαν στην Κρήτη χωρίς η πολιτική ή η στρατιωτική ηγεσία να τους έχει καθορίσει την πολιτικοστρατιωτική τους αποστολή.
Γεγονός είναι ότι ο Υπουργός των Ναυτικών Λεβίδης, παρέδωσε στον Μοίραρχο Ράϊνεκ πριν από τον απόπλου δύο διαταγές, από τις οποίες η μία που ανοίχτηκε «εν πλω» καθόριζε στα πλοία να μην χαιρετίσουν την Τουρκική Σημαία.
Αντίθετα, ο Πρωθυπουργός Δεληγιάννης, σύμφωνα με μεταγενέστερη αναφορά του Ράϊνεκ, του καθόρισε προφορικά να χαιρετίσει την Τουρκική σημαία και ακόμα να συνεννοηθεί με τον Τούρκο Αρχηγό.
Τέλος, ο Δεληγιάννης διαβεβαιώνει τον Τούρκο πρέσβυ Ασημ Βέη, ότι η αποστολή ήταν ειρηνική.
Ακόμα διευκρινίζει στον Άγγλο πρέσβυ Έγερτον ότι «μη φοβίσθε σύγκρουσιν (Ελληνοτουρκικήν) από τον Ελληνικόν στόλον διότι ο κύριος Ράϊνεκ έχει διαταγάς να μην προβεί εις ουδεμίαν σύγκρουσιν, ήτις αυστηρώς του έχει απαγορευθεί».
Πράγματι τα πλοία «ΥΔΡΑ», «ΜΥΚΑΛΗ», χαιρέτισαν την Τουρκική Σημαία μετά από τον πειθαναγκασμό του Ράϊνεκ από τους ξένους Ναυάρχους και από τον Έλληνα Γενικό Πρόξενο Γεννάδη.
Αυτό έγινε αιτία, ώστε σε ιδιωτικές συζητήσεις μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου να ζητήσουν διευκρινήσεις από τον Λεβίδη.
Στις 29 Ιανουαρίου, ο Πρίγκηπας Γεώργιος καταχειροκροτούμενος από το πλήθος επιβαίνει στη θαλαμηγό «ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ» (Κυβερνήτης πλοίαρχος Δ. Βουδούρης, Υπασπιστής του Βασιλιά)
επικεφαλής των 6 τορπιλλοβόλων γερμανικού τύπου (ήταν οι καλύτερες που διέθετε το ναυτικό) και αποπλέει για την Κρητική θάλασσα με αποστολή που του δόθηκε από το Υπουργείο Ναυτικών:
«Να παρεμποδίση δια της βίας κάθε αποβίβασιν τουρκικού στρατού στην Κρήτη και να προστατεύση τα μεταφερόμενα από Κρήτη σε λοιπή Ελλάδα γυναικόπαιδα» (Η αποστολή του Ράϊνεκ θα πρέπει να ήταν η ίδια).
Ο Πρίγκηπας Γεώργιος καταφθάνει στη Μήλο απ’ όπου αποπλέει για την Κρητική Θάλασσα στις 31 Ιανουαρίου. Το σήμα του απόπλου του από εκεί δεν απευθύνεται στο Υ.Ν. αλλά στο βασιλικό οίκο. Το Υπουργείο μαθαίνει τον απόπλου από τον Υπασπιστή Παπαδιαμαντόπουλο.
Είναι φανερό ότι λειτουργούν τρία κέντρα αποφάσεων: ο Βασιλικός Οίκος, η λεγομένη από τον λαό καμαρίλα, ο Πρωθυπουργός και το Υπουργείο Ναυτικών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το Υπουργείο Ναυτικών δεν έχει γραφείο Επιχειρήσεων (σημερινό Α’ κλάδο) αν και υπάρχουν μελέτες γι αυτό από το 1890.
Η έλλειψη αυτή οφείλεται σύμφωνα με καταγγελίες σε βασιλικές παρεμβάσεις, μετά από ενέργειες των υπασπιστών που φοβόντουσαν εξασθένηση της επιρροής τους.
Μετά την άφιξη των πλοίων στην Κρήτη, η Κυβέρνηση ανακοινώνει τον αποκλεισμό της Κρήτης από ενισχύσεις Τουρκικών Στρατευμάτων και πολεμοφοδίων, είτε αυτές προέρχονται από τουρκικά πλοία, είτε από ξένα τα οποία έχουν διατεθεί στην υπηρεσία της Τουρκίας.
Άλλη ενέργεια είναι η ανάκληση στην Ελλάδα των θωρηκτών «ΨΑΡΑ» και «ΣΠΕΤΣΑΙ», που ήταν στην Γαλλία για επισκευή και συντήρηση οπλισμού.
Πρώτο ναυτικό επεισόδιο θεωρείται η παρεμπόδιση της απομάκρυνσης του τουρκικού πολεμικού τροχοφόρου «ΦΟΥΑΤ» από το Ρέθυμνο που επρόκειτο να ενισχύσει τους Τούρκους στο Ηράκλειο.
Το «Ν. ΜΙΑΟΥΛΗΣ», πρώτα με άσφαιρες και μετά με ένσφαιρες βολές, το ανάγκασε να παραμείνει στο Ρέθυμνο. Το «ΜΙΑΟΥΛΗΣ» πρέπει να είναι το πλοίο που αποβίβασε άγημα στο Ηράκλειο, αναλαμβάνοντας την προστασία των απειλούμενων Χριστιανών και την επιβίβαση γυναικόπαιδων σε πλοία.
Ο Κυβερνήτης του Αντ/ρχος Ζώτος, απαντά αγέρωχα και περιφρονητικά στις συστάσεις των… ξένων ναυάρχων. Δεν αποκλείεται αυτή η διαγωγή του να ήταν, στη συνέχεια, η αιτία για τις συχνές αποστολές του πλοίου του μακριά από την Κρήτη, ώστε να αποφεύγονται τα επεισόδια.
Τρία εμπορικά μεταγωγικά πλοία μεταφέρουν 2.000 στρατιώτες την 1η Φεβρουαρίου, με Γενικό Αρχηγό τον Συνταγματάρχη Βάσο, υπασπιστή του Βασιλιά, με σκοπό να «…καταλάβει την νήσον, αποκαταστήσει την τάξιν και την ειρήνην εν αυτή και …. πάσα ενέργεια υμών θέλετε στηρίξει εις του κειμένους ελληνικούς νόμους…. Άμα τη αποβιβάσει θέλετε εκδώσει προκήρυξιν περί της κατοχής». (Εφημερίς Κυβερνήσεως 6, 671).
Η επιχείρηση είναι μυστική, ή πρέπει να είναι, από τον Πειραιά πάντως αναχώρησε μαζί τους το ταχύπλοο Αγγλικό τορπιλοβόλο, για να ειδοποιήσει τις Μ. Δυνάμεις στην Κρήτη.
Τα μεταγωγικά παραμένουν λίγο στη Μήλο, πιο πολύ για καθυστέρηση παρά για να παραπλανήσουν.
Κατά τον απόπλου τους συναντούν τα αντιτορπιλλικό στόλο του Γεωργίου ο οποίος μετά από μια ιδιαίτερη συζήτηση με τον Βάσσο, ανακοινώνει ότι η θάλασσα είναι ελεύθερη.
Είναι περίεργο που δεν συνοδεύει τα εμπορικά αυτά πλοία, αφού η αποστολή του δείχνει να το προβλέπει.
Γεγονός πάντως είναι ότι τα πλοία, ασυνόδευτα φθάνουν στο Κολυμπάρι, 30 χιλιόμετρα ανατολικά από τα Χανιά όπου είναι αγκυροβολημένα μαζί τα πλοία των Μ. Δυνάμεων και η Ελληνική μοίρα.
Παρά την πανηγυρική υποδοχή με πιστολιές και φωτιές από τους Κρητικούς Επαναστάτες η απόφαση γίνεται χωρίς επεισόδια. Μόνο, προς το τέλος της, γίνεται κάποια αναταραχή όταν εμφανίζεται το πολεμικό πλοίο «ΠΗΝΕΙΟΣ», το οποίο προς στιγμή λαμβάνεται για εχθρικό.
Ο «ΠΗΝΕΙΟΣ» φέρνει κυβερνητική εντολή για την αλλαγή της ακτής της απόβασης. Είναι όμως αργά, γιατί η απόβαση είχε περατωθεί.
Η καθυστέρηση στη Μήλο, η έλλειψη συνοδείας και την τελευταία στιγμή η αλλαγή τόπου αποβίβασης, δείχνουν την επιθυμία της Κυβέρνησης για την παρεμπόδιση της απόβασης.
Αντίθετα, οι Μ. Δυνάμεις που έχουν κάθε μέσο να την ματαιώσουν, φαίνεται να την διευκολύνουν. Είναι τελείως υποκειμενική η κρίση ότι η Κυβέρνηση έπεσε θύμα στις μηχανορραφίες των Μ. Δυνάμεων.
Δηλαδή, ήταν συμφωνημένη η ενίσχυση της Κρήτης από μέρους της Κυβέρνησης και από τις Μ. Δυνάμεις η παρεμπόδιση. Η κρίση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Γεώργιος είχε πει στον Βάσσο ότι είναι αντίθετος με αυτή τη στρατιωτική κίνηση.
Το πρωί της επομένης (3 Φεβρουαρίου) στις 4 το απόγευμα, αποβιβάζουν 100 ναύτες από κάθε κράτος (εκτός από τη Γερμανία που δεν έχει στείλει ακόμα πλοίο στην Κρήτη) και κάνουν μικτή κατοχή στα Χανιά.
Η στάση των ξένων Ναυάρχων συνεχώς σκληραίνει. Με τον Μοίραρχο Ράϊνεκ, στέλνουν μήνυμα στον Βάσσο ότι θα προσβάλλουν τα Ελληνικά πλοία, εάν πλησιάσει τα Χανιά κοντύτερα από 6 χιλ. και ακόμα ότι δεν θα επιτρέψουν άλλη ενίσχυση στους επαναστατημένους Κρητικούς. Η σύλληψη του πλοίου «ΛΑΥΡΙΟ» και η απομάκρυνση πλοίων όπως «ΘΕΣΣΑΛΙΑ», «ΗΡΑ», κ.α. δείχνουν την αποφασιστικότητά τους. Η διεθνής κατοχή επεκτείνεται στη Σητεία αφήνοντας ελεύθερα το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο. Οι Μ. Δυνάμεις απαγορεύουν την επικοινωνία των Ελληνικών Πολεμικών πλοίων με τον στρατό του Βάσσου και αναγκάζουν τις βάρκες των πολεμικών πλοίων νάχουν λευκές σημαίες όταν πλησιάζουν τις ακτές.
Το Πολεμικό Ναυτικό, σε όλα αυτά, έχει να παρουσιάσει μια αψιμαχία του «ΠΗΝΕΙΟΥ» όπου με άσφαιρες βολές παρεμποδίζει τον απόπλου Τουρκικού εμπορικού πλοίου από τη Σούδα.
Στις 9 Φεβρ., μετά από τον κατάπλου Γερμανικού πλοίου, τις απογευματινές ώρες, τα πλοία των Μ. Δυνάμεων βομβαρδίζουν επί 20 λεπτά στρατόπεδο ανταρτών στα Χανιά.
Η Ελληνική μοίρα παρακολουθεί τον βομβαρδισμό. Μοναδική αντίδραση είναι κάποιο σήμα, συμπαράστασης προς τους επαναστάτες ή ειρωνίας προς τις Μ. Δυνάμεις, του «ΑΛΦΕΙΟΣ» (Π. Κουντουριώτης).
Μια τυπική διαμαρτυρία του Ράϊνεκ και μία πιο τυπική απάντηση των Ναυάρχων ανταλλάχτηκαν μετά το τέλος του βομβαρδισμού. Ο Μοίραρχος δεν είχε καμία οδηγία αντίδρασης από την Κυβέρνηση για ένα τόσο σοβαρό επεισόδιο, το οποίο εκτιμάται ότι έπρεπε να αναμένεται.
Διάφορα τυχαία γεγονότα καθώς και η ολιγόωρη εμφάνιση στο λιμάνι της Σούδας του «ΥΔΡΑ», είναι η αιτία να διαδίδεται η φήμη στους επαναστάτες της Κρήτης, ότι το Π. Ναυτικό θα γίνει ολοκαύτωμα μαζί με τα ξένα πολεμικά.
Στην πραγματικότητα, μετά από τη ρητή διαβεβαίωση του Ράϊνεκ προς τις Μ. Δυνάμεις, ότι δεν θα ενισχύσει τον Βάσσο, επιτρέπεται η μοίρα του να βρίσκεται αγκυροβολημένη έξω από τα Χανιά.
Το «ΜΙΑΟΥΛΗΣ» εκτελεί διάφορες αποστολές ενώ ο τορπιλλικός Στόλος βρίσκεται πάντοτε μεταξύ Κυθήρων και Μήλου αγλυροβολώντας συχνά στους κόλπους των νησιών αυτών.
Υπάρχει μια μοναδική εμφάνιση του Γεωργίου, ο οποίος προσκάλεσε τους Ναυάρχους στη θαλαμηγό του. Οι συνέπειες του βομβαρδισμού για την κυρίως Ελλάδα είναι μεγάλες.
Η κυβέρνηση στέλνει μια μοίρα να περιπολεί στο Θερμαϊκό (Ανατολική), ενώ μια άλλη ετοιμάζεται για τον Αμβρακικό. Οι Φιλέλληνες συμπαραστέκονται στην Ελλάδα και στην Κρήτη, αλλά οι Κυβερνήσεις τους μελετούν αποκλεισμούς στα Ελληνικά παράλια, στην Κρήτη, στο Στρατόπεδο του Βάσσου, κ.α.
Δύο ακόμα βομβαρδισμούς εκτελούν οι Μ. Δυνάμεις, στις 22 Φεβρ. στην Ιεράπετρα, και στις 15 Μαρτίου στη Μαλάξα. Ο Ράϊνεκ, στις 18 Φεβρ., εξαιτίας του ξεσηκωμού της βουλής και του Ελληνικού λαού εντικαθίσταται.
Ο βασιλιάς προτείνει τον Σαχτούρη, που είναι αποδεκτός και από τον υπουργό Λεβίδη. Η μοίρα εγκαταλείπει την Κρήτη αφήνοντας τον «ΠΗΝΕΙΟ» και τον «ΑΛΦΕΙΟ», στα Κρητικά λιμάνια με εντολή του Υπουργού.
«Δύνασθε καταλιπείν τον όρμον Χανίων αλλ’ επ’ ουδενί λόγω τα ύδατα της Κρήτης… οριστικώς παραμένοντας αντιτάξατε δικαίαν βίαν κατ’ αδίκου δια τηλεβόλων μέχρις εσχάτων…»
Η διαταγή αυτή τροποποιήθηκε από τον Σαχτούρη «εκτός αν οι καιρικές συνθήκες δεν σας το επιτρέπουν οπότε δύνασθε να αγκυροβολήσητε εις ελληνικούς λιμένας».
Ένας από τους Κυβερνήτες συνεννοήθηκε με τον Υπουργό και ακύρωσε την αυθαίρετη επέμβαση του Σαχτούρη.
(Κ. ΒΑΡΦΗ Αρχιπλοιάρχου Π.Ν. Απόσπασμα από: «Τα Γεγονότα του Ελληνικού Ναυτικού το 1897» ανάτυπο του Περιοδικού «Ναυτική Επιθεώρηση», Ιούλιος 1985, έκδοση ΥΙΝ/ΓΕΝ.)
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου