OI ΜΑΧΕΣ
Τα Δεκεμβριανά του 1944 ή Μάχη του Δεκέμβρη υπήρξαν ένα από τα πιο ζοφερά κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Επί έναν και πλέον μήνα η μόλις λυτρωμένη από τη γερμανική κατοχή πρωτεύουσα μεταβλήθηκε σε θέατρο πολεμικών συγκρούσεων που μαίνονταν τόσο στο κέντρο όσο και στις συνοικίες της.
Σε πολλά σημεία της Αθήνας, που οι διεθνείς συμβάσεις την ήθελαν ανοχύρωτη πόλη και ως εκ τούτου καθ' όλη τη διάρκεια του B' Παγκοσμίου Πολέμου στο έδαφός της δεν είχε ριφθεί ούτε μία βόμβα, κροτάλιζαν ακατάπαυστα τα όπλα, ανατιναγμένα κτίρια κείτονταν σε σωρούς ερειπίων, καταμεσής στις έρημες λεωφόρους της έστεκαν τρομακτικά τα πυρπολημένα τραμ και για να διασχίσουν τους δρόμους, συχνά κομμένους από οδοφράγματα, οι παράτολμοι και αραιοί διαβάτες έβαζαν στοίχημα τη ζωή τους εξαιτίας των ελεύθερων σκοπευτών οι οποίοι από τις γύρω στέγες σκόρπιζαν τον θάνατο επί δικαίους και αδίκους. Ηταν ένας πόλεμος ύπουλος και για τους πολλούς αναπάντεχος και αδικαιολόγητος ανάμεσα στις δυνάμεις του EAM από τη μία και της κυβέρνησης από την άλλη, η οποία είχε στο πλευρό της τα αγγλικά στρατεύματα, που σήκωναν και το μεγαλύτερο βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων γι' αυτή την παράταξη. Το πιο πικρό γνώρισμα των δραματικών αυτών γεγονότων ήταν ότι είχαν τη ρίζα τους στην ίδια την ηρωική πάλη του ελληνικού λαού για την απόκτηση της ελευθερίας του.
Τον τρίτο χρόνο του B' Παγκοσμίου Πολέμου, στις 6 Απριλίου 1941, και ενώ από τον προηγούμενο χρόνο συνέχιζε τον νικηφόρο αγώνα της κατά της φασιστικής Ιταλίας στην Αλβανία, η Ελλάδα δέχθηκε αιφνίδια επίθεση από τη ναζιστική Γερμανία. Υστερα από σθεναρή αντίσταση δύο εβδομάδων στο μέτωπο της Μακεδονίας ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, με το επιχείρημα ότι ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο και με τη σύμφωνη γνώμη και άλλων ανωτάτων αξιωματικών, αλλά όχι και της κυβέρνησης, στασίασε και στις 20 Απριλίου υπέγραψε συνθηκολόγηση και η Ελλάδα παραδόθηκε στους Γερμανούς, οι οποίοι διόρισαν τον Τσολάκογλου πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό.
Τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 18 Απριλίου, είχε αυτοκτονήσει ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής, τον οποίο ο βασιλιάς Γεώργιος B' είχε διορίσει σε αυτή τη θέση μετά τον θάνατο του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά τον Ιανουάριο. Στις 22 Απριλίου ο βασιλιάς και η κυβέρνησή του υπό τον νέο πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό αναχώρησαν για την Κρήτη και από εκεί για το Κάιρο. Την ίδια κατεύθυνση, προς την Αίγυπτο, είχαν επίσης ακολουθήσει όσα τμήματα του στρατού και του στόλου είχαν διασωθεί από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Στην υπόδουλη πλέον Ελλάδα δεν άργησαν να συγκροτηθούν οργανώσεις αντίστασης κατά του κατακτητή. H μαζικότερη από αυτές ήταν το EAM (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Το EAM ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941 με πρωτοβουλία του KKE, του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, στην οποία ανταποκρίθηκαν περιορισμένης εμβέλειας αριστερίζοντες πολιτικοί σχηματισμοί αλλά όχι και τα μεγάλα πολιτικά κόμματα, τα οποία, παρά τις εκκλήσεις των πρωτεργατών της οργάνωσης, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.
Αντίσταση και διχόνοιες
H απουσία των πολιτικών κομμάτων από τις τάξεις του EAM δεν εμπόδισε τη μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού να το αγκαλιάσει και να το καταστήσει κύριο εκφραστή των πόθων του, με πρωταρχικό ανάμεσά τους την εθνική απελευθέρωση. Αυτή άλλωστε πρόβαλλε το EAM ως βασικό σκοπό της ύπαρξής του προτείνοντας ως τη στιγμή της επίτευξής της τον παραμερισμό όλων των διαφορών που χώριζαν τους Ελληνες, πολιτικών και ιδεολογικών.
Με την ίδρυση του ΕΛΑΣ, του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, τον Φεβρουάριο του 1942, δημιουργήθηκε το εαμικό «αντάρτικο» και η δράση του EAM εξαπλώθηκε και στην ύπαιθρο. H ΠΕΕΑ, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, είχε ως αποστολή της τη διοικητική οργάνωση της απελευθερωτικής προσπάθειας, γι' αυτό και την είπαν «κυβέρνηση του βουνού». Το EAM την ίδρυσε τον Μάρτιο του 1944 ύστερα από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις για την εκπροσώπησή τους σε αυτήν.
Για την αντιμετώπιση της δράσης των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδίως του «κομμουνιστικού κινδύνου» η κατοχική κυβέρνηση δημιούργησε τα διαβόητα Τάγματα Ασφαλείας, ένοπλα σώματα εθελοντών, όπου εντάχθηκαν και μονάδες των ευζώνων και της χωροφυλακής, καθώς και το Μηχανοκίνητο Σώμα, τα οποία, σε συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής, διέπραξαν φρικιαστικές ωμότητες εις βάρος του χειμαζομένου ελληνικού λαού.
Οι σχέσεις ανάμεσα στο EAM και στις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, παρά τις μεμονωμένες περιπτώσεις σύμπνοιας και συνεργασίας, όχι μόνο δεν ήταν αρμονικές αλλά χαρακτηρίζονταν συνήθως από δυσπιστία και συχνά από απροκάλυπτη εχθρότητα με ένοπλες συγκρούσεις. Ο ΕΛΑΣ πολέμησε εναντίον της άλλης μεγάλης αντιστασιακής οργάνωσης, του ΕΔΕΣ, του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου, και επέσυρε κατακραυγή από πολλές πλευρές όταν σκότωσε τον συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό, διοικητή του Συντάγματος 5/42, ένοπλου τμήματος άλλης αντιστασιακής οργάνωσης, της EKKA, της Εθνικής και Κοινωνικής Απελευθερώσεως.
Κλίμα αναταραχής επικρατούσε και στα τμήματα των ενόπλων δυνάμεων που είχαν καταφύγει στη Μέση Ανατολή και είχαν ανασυνταχθεί και σχηματίσει κανονικές μάχιμες μονάδες, την 1η και τη 2η Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο. Στις τάξεις των δυνάμεων του στρατού αλλά και του στόλου δημιουργήθηκαν οργανώσεις φιλικές προς το EAM, οι ενέργειες των οποίων θεωρήθηκαν στασιαστικές. Το Κίνημα της Μέσης Ανατολής, όπως είναι γνωστά τα σχετικά επεισόδια του Απριλίου του 1944, είχε ως αποτέλεσμα, με επέμβαση των Αγγλων, τη διάλυση αυτών των μονάδων, τον εγκλεισμό σχεδόν 10.000 ανδρών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, την εκκαθάριση του στρατού και του στόλου από όλα τα αριστερά στοιχεία, καθώς και δίκες όπου επιβλήθηκαν βαριές ποινές, μεταξύ των οποίων και 18 θανατικές καταδίκες, που όμως δεν εκτελέστηκαν. Στη θέση των μονάδων που διαλύθηκαν σχηματίστηκε η 3η Ορεινή Ταξιαρχία ή Ταξιαρχία του Ρίμινι (από τη μάχη στην ομώνυμη ιταλική πόλη όπου η μονάδα αυτή έλαβε μέρος), επανδρωμένη από αξιωματικούς και οπλίτες πιστούς στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου.
Το Κίνημα της Μέσης Ανατολής προκάλεσε επίσης κυβερνητική κρίση. Ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός παραιτήθηκε και ο βασιλιάς Γεώργιος B' τον αντικατέστησε πρώτα - για σύντομο διάστημα - με τον Σοφοκλή Βενιζέλο και κατόπιν με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος είχε φθάσει στο Κάιρο από την κατεχόμενη Ελλάδα.
H κυβέρνηση εθνικής ενότητας
Αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης και καχυποψία βάραιναν πάντοτε και τις σχέσεις του EAM με το μεγαλύτερο μέρος του παλαιού πολιτικού κόσμου, τόσο των εκπροσώπων του που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα όσο και εκείνων που είχαν διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Οι παλαιοί πολιτικοί φοβούνταν ότι το EAM, παρά τις διαβεβαιώσεις του ως προς τους στόχους του, είχε ως τελικό σκοπό του τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Το EAM, από την πλευρά του, υποπτευόταν ότι η άλλη παράταξη θα επεδίωκε, μετά την απελευθέρωση, να επαναφέρει τη μοναρχία ή ακόμη και τη δικτατορία ερήμην της θελήσεως του ελληνικού λαού.
Οταν όμως το νικηφόρο τέλος του πολέμου άρχισε να φαίνεται κοντινό και ακόμη πιο κοντινή η απελευθέρωση της Ελλάδας, ενισχύθηκε η ιδέα, που κυκλοφορούσε ήδη, για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Με τον σκοπό αυτόν και παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσαν όλες οι πλευρές, στις 17 Μαΐου 1944 άρχισε στον Λίβανο συνέδριο με τη συμμετοχή αντιπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου, των ελλαδικών κομμάτων (συμπεριλαμβανομένου και του KKE), του EAM, της ΠΕΕΑ κ.ά.
Οι εργασίες του συνεδρίου υπήρξαν μακροχρόνιες και δυσχερέστατες και ο κίνδυνος ναυαγίου του εμφανίστηκε περισσότερες από μία φορές. Μεταξύ των μερών υπήρχαν διαφωνίες για πολλά θεμελιώδη ζητήματα, από τον καταμερισμό των υπουργείων της συζητούμενης κυβέρνησης ως τη φύση των ενόπλων δυνάμεων της μεταπολεμικής Ελλάδας και από την καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας ως την παραμονή του Παπανδρέου στη θέση του πρωθυπουργού.
Οι διαφωνίες δεν λύθηκαν στην ουσία και η εκκρεμότητα αυτή επέπρωτο να έχει μοιραίες συνέπειες για την τύχη της απελευθερωμένης Ελλάδας. Ωστόσο με αμοιβαίες παραχωρήσεις κατορθώθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας, στην οποία το EAM κατείχε έξι υπουργεία.
Μια άλλη συμφωνία που έμελλε να επηρεάσει τις κατοπινές εξελίξεις στην Ελλάδα υπογράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1944 στην Καζέρτα της Ιταλίας. Στις συζητήσεις πήραν μέρος ο πρωθυπουργός Παπανδρέου, εαμικοί υπουργοί, ο αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Στέφανος Σαράφης, ο αρχηγός του ΕΔΕΣ στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας, καθώς και ανώτατοι άγγλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί. Με τη συμφωνία αυτή όλες οι ένοπλες δυνάμεις στην Ελλάδα, αγγλικές και ελληνικές, περιλαμβανομένων και των ανταρτών, τέθηκαν υπό τις διαταγές του άγγλου στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι, διοικητή του αγγλικού εκστρατευτικού σώματος.
Την περίοδο εκείνη η αγγλική κυβέρνηση διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις. Τις παρακολουθούσε αυτοπροσώπως και άγρυπνα ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Γουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος ήταν πεπεισμένος ότι την κατάλληλη στιγμή το EAM/KKE θα επιχειρούσε να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία και να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα κομμουνιστικό καθεστώς. Ο Τσόρτσιλ ήταν αποφασισμένος να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο πάση θυσία και να εξασφαλίσει την υπαγωγή της Ελλάδας στην αγγλική επιρροή, σχέδιο που πίστευε ότι θα το βοηθούσε η επιστροφή του Γεωργίου B', την οποία υποστήριζε ανεπιφύλακτα. Οι επεμβάσεις του Τσόρτσιλ, είτε προσωπικές είτε μέσω του άγγλου πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λίπερ, είχαν επανειλημμένα επηρεάσει τη στάση και τις αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου. Παράλληλα ο Τσόρτσιλ προσπαθούσε να κερδίσει τη σύμφωνη γνώμη των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης, συμμάχων της Αγγλίας κατά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, για την επιβολή της αγγλικής πολιτικής στην Ελλάδα. Απέσπασε την ανοχή των Ηνωμένων Πολιτειών με διπλωματικές πιέσεις. Τη συναίνεση της Σοβιετικής Ενωσης την εξασφάλισε με την προσφορά ανάλογων ανταλλαγμάτων σε άλλες χώρες, οι οποίες την ενδιέφεραν περισσότερο, κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα, μαζί με τον υπουργό του των Εξωτερικών Αντονι Ιντεν, τον Οκτώβριο του 1944, οπότε οι δύο δυνάμεις συνήψαν τη διαβόητη «συμφωνία των ποσοστών» επιρροής της καθεμιάς στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
H απελευθέρωση της Ελλάδας
Το φθινόπωρο του 1944 ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του φέρνοντας τη νίκη των Συμμάχων, Αγγλίας, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ενωσης, επί της Γερμανίας του Χίτλερ. Οι Γερμανοί υποχωρούσαν παντού και σε λίγο θα υποχρεώνονταν να υπερασπιστούν την ίδια τους την πατρίδα.
Τα γερμανικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου παρενοχλούμενα από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, οι οποίες εκείνες τις ημέρες έδωσαν και την τελευταία μεγάλη μάχη τους εναντίον των κατακτητών, με την οποία απέτρεψαν την καταστροφή του ηλεκτροπαραγωγικού εργοστασίου του Κερατσινίου το οποίο οι Γερμανοί σχεδίαζαν να ανατινάξουν.
Εν τω μεταξύ στις 7 Οκτωβρίου είχαν αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο οι πρώτες αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες ύστερα από μία εβδομάδα εμφανίστηκαν στην πρωτεύουσα όπου έγιναν δεκτές από τον λαό με εκδηλώσεις λατρείας αλλά και με τα περισσότερα συνθήματα να διατρανώνουν πίστη στο EAM και στο KKE.
H κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου έφτασε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου. Σύσσωμος ο λαός της πρωτεύουσας την υποδέχθηκε με ασυγκράτητο ενθουσιασμό. Μετά την έπαρση της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη ο πρωθυπουργός μίλησε προς το συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία Συντάγματος. Τα συνθήματα που κυριαρχούσαν ήταν και σε αυτή την περίπτωση κυρίως αφιερωμένα στην εξύμνηση του EAM και του KKE και εχθρικά προς τη μοναρχία.
Στις 23 Οκτωβρίου ο Παπανδρέου έκανε ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Στο νέο σχήμα το EAM εξακολούθησε να κατέχει έξι υπουργεία.
H κρίση αρχίζει
Το κλίμα ευφορίας και έξαρσης που είχε γεννήσει η απελευθέρωση δεν επρόκειτο να διαρκέσει πολύ. Οι διαφωνίες που χώριζαν τις αντίθετες πολιτικές παρατάξεις και είχαν προσωρινά παραμεριστεί ξαναβγήκαν στην επιφάνεια οξυμένες από τις ανησυχίες του Τσόρτσιλ και από την πεποίθησή του ότι η σύγκρουση με το EAM ήταν αναπόφευκτη. H αντίθεση επικεντρώθηκε τελικά στον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να συγκροτηθούν οι ένοπλες δυνάμεις της ελεύθερης πλέον Ελλάδας. H κυβέρνηση και οι Αγγλοι θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για αυτόν τον σκοπό τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Το EAM φοβόταν ότι χωρίς τον ΕΛΑΣ θα παραδινόταν ανυπεράσπιστο στο έλεος των αντιπάλων του. H κυβέρνηση και ο στρατηγός Σκόμπι διέταξαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Οι υπουργοί του EAM παραιτήθηκαν.
Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου το EAM διοργάνωσε στην πλατεία Συντάγματος συλλαλητήριο κατά των κυβερνητικών μέτρων, το οποίο η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει. Οι διαδηλωτές, πολλές χιλιάδες, δέχθηκαν τα πυρά της αστυνομίας. Αποτέλεσμα: πάνω από 20 νεκροί και 140 τραυματίες. Την επομένη, Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, το EAM κήρυξε γενική απεργία διαμαρτυρίας και διοργάνωσε νέο συλλαλητήριο για την ταφή των θυμάτων της προηγουμένης. Και αυτό το συλλαλητήριο, επίσης ογκωδέστατο, αντιμετώπισε την επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων με συνέπεια νέους νεκρούς και τραυματίες.
Τα Δεκεμβριανά είχαν αρχίσει.
H Αθήνα πεδίο μάχης
H πρώτη καθαρά στρατιωτική επιχείρηση έγινε τη νύχτα της 3ης Δεκεμβρίου στο Ψυχικό, έξω από το Αμερικανικό Κολλέγιο. Εκεί το 2ο Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ περίμενε την τελική διαταγή για να ξεκινήσει με σκοπό να επιτεθεί κατά της Ταξιαρχίας του Ρίμινι που στρατοπέδευε στο Γουδί, στους εκεί στρατώνες. Το σύνταγμα του ΕΛΑΣ, με δύναμη χιλίων περίπου ανδρών, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε αγγλική μονάδα τεθωρακισμένων, στην οποία αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ταυτόχρονα άλλες μονάδες του ΕΛΑΣ διατάχθηκαν να καταλάβουν τα αστυνομικά τμήματα, αποστολή που την έφεραν σε πέρας με αρκετή επιτυχία.
Κατά τις πρώτες φάσεις της σύρραξης οι αγγλικές και οι κυβερνητικές δυνάμεις βρέθηκαν αποκλεισμένες σε μια αρκετά περιορισμένη περιοχή στο κέντρο της Αθήνας, ενώ τον έλεγχο των συνοικιών τον είχε ο ΕΛΑΣ, όπου όμως υπήρχαν επίσης νησίδες ελεγχόμενες από τους αντιπάλους του, όπως η Σχολή των Ευελπίδων και η Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού στο Πολύγωνο, οι στρατώνες στο Γουδί, η Χωροφυλακή στου Μακρυγιάννη, οι φυλακές Αβέρωφ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και άλλα σημεία.
Σύντομα οι Αγγλοι άρχισαν να δέχονται ενισχύσεις σε άνδρες και όπλα από το μέτωπο της Ιταλίας. Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τους αριθμούς, κατά προσέγγιση υπολογισμοί δείχνουν ότι ο ΕΛΑΣ, του οποίου οι δυνάμεις σε όλη τη χώρα υπερέβαιναν αρκετά τις 100.000 άνδρες, στη μάχη της Αθήνας διέθετε λιγότερους από 20.000. Οι Αγγλοι από την πλευρά τους, συνυπολογιζομένων και των διαφόρων ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων, στα προχωρημένα στάδια της αναμέτρησης διέθεταν δύναμη που κυμαινόταν γύρω στις 50.000 άνδρες. Υπερείχε επίσης αυτή η παράταξη στην ποσότητα και στην ποιότητα του οπλισμού, που περιελάμβανε βαρέα όπλα και αεροπλάνα, ενώ ο οπλισμός του ΕΛΑΣ ήταν ελαφρός και ελλιπής.
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες του Δεκεμβρίου οι συγκρούσεις υπήρξαν σφοδρές και ως το τέλος του μήνα είχαν επεκταθεί σε όλη την Αθήνα αλλά και στον Πειραιά. Από την Καισαριανή ως το Περιστέρι, από τις Τζιτζιφιές ως τους Αμπελοκήπους, από το Πολύγωνο ως του Ψυρρή, από τη Νέα Σμύρνη ως το Μοσχάτο, από το Μεταξουργείο ως τα Πετράλωνα, αλλά και στα αεροδρόμια του Τατοΐου και της Ελευσίνας, καθώς και στο κέντρο, στην Ομόνοια, στην πλατεία Βάθης, στην οδό Πατησίων διεξάγονται μάχες, καταλαμβάνονται και ανακαταλαμβάνονται στρατηγικά σημεία και κτίρια, μερικά από τα οποία ο ΕΛΑΣ τα ανατινάζει για να στήσει με τα ερείπιά τους οδοφράγματα. Τα αγγλικά αεροπλάνα πολυβολούν τις συνοικίες που ελέγχονται από τον ΕΛΑΣ, τα πυροβολεία του Λυκαβηττού και της Ακρόπολης σφυροκοπούν τις θέσεις του αντιπάλου, ο στόλος βάλλει κατά των συνοικιών του Πειραιά. Τα θύματα είναι πολλά, αιχμάλωτοι συλλαμβάνονται εκατέρωθεν, περιλαμβανομένων και αρκετών άγγλων στρατιωτών.
Δύο από τις σημαντικότερες μάχες έδειξαν την αδυναμία του ΕΛΑΣ να αντεπεξέλθει στη μαχητική ανωτερότητα των αντιπάλων του. H μία δόθηκε στο Γουδί, στους στρατώνες του οποίου είχε οχυρωθεί η Ταξιαρχία του Ρίμινι, η άλλη στον στρατώνα του Μακρυγιάννη όπου βρίσκονταν υπερχίλιοι χωροφύλακες. Παρά τις πείσμονες επιθέσεις του ο ΕΛΑΣ δεν κατόρθωσε να καταλάβει αυτά τα σημεία ώσπου αγγλικά αεροπλάνα και τανκς έσπευσαν να βοηθήσουν και να διασώσουν τους πολιορκουμένους.
H συμφωνία της Βάρκιζας
Στις 25 Δεκεμβρίου έφτασαν ξαφνικά στην Αθήνα ο άγγλος πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ και ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Ιντεν, οι οποίοι πήραν μέρος σε συσκέψεις με εκπροσώπους όλων των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων, συμπεριλαμβανομένου και του EAM, σε μια προσπάθεια για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης που θα οδηγούσε στον τερματισμό των εχθροπραξιών. Οι διαφωνίες όμως αποδείχτηκαν αγεφύρωτες και οι συσκέψεις δεν έφεραν αποτέλεσμα. Οι μάχες συνεχίστηκαν με εντεινόμενη σφοδρότητα ως τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου. Αλλά ήδη η δύναμη αντίστασης του ΕΛΑΣ είχε καμφθεί μπροστά στην υπεροχή των αντιπάλων του, και στις 5 Ιανουαρίου οι μονάδες του εγκατέλειψαν την Αθήνα και ζήτησαν τη σύναψη ανακωχής, η οποία υπογράφτηκε στις 11 του μήνα.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφτηκε ανάμεσα στην κυβέρνηση, με πρωθυπουργό πλέον τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα από τις 3 του μήνα, και στο EAM η Συμφωνία της Βάρκιζας που υποχρέωνε τον ΕΛΑΣ να παραδώσει τον οπλισμό του και να διαλυθεί. Του δινόταν προθεσμία δύο εβδομάδων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου