του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη φ. 85
Το Βαλτέτσι είναι ένα μικρό χωριουδάκι, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.000 μέτρων στο όρος Ρεζενίκος, 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης. Τον Απρίλιο (24) και Μάιο (12-13) του 1821 έγινε στο Βαλτέτσι μια από τις κρισιμότερες μάχες της Επανάστασης του ’21, που έληξε με θριαμβευτική νίκη των ελληνικών δυνάμεων ατάκτων υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Η νίκη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των πολεμιστών και συνέβαλε καθοριστικά στην πτώση της Τρίπολης (23 Σεπτεμβρίου 1821), αφού στο Βαλτέτσι, τα ελληνικά τμήματα επέφεραν σοβαρές απώλειες στο τουρκικό σώμα, στρατού, που είχε σταλεί για να ενισχύσει την άμυνα της πόλης.
Τον Απρίλιο του 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες ξεκίνησαν την πολιορκία της Τριπολιτσάς, του τουρκικού διοικητικού κέντρου ολόκληρης της Πελοποννήσου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ανιχνεύοντας την περιοχή, διέγνωσε σωστά πως οι Τούρκοι θα προσπαθούσαν να σπάσουν την πολιορκία, και αποφάσισε να οχυρώσει τα στρατόπεδα των ατάκτων του στους λόφους δυτικά και νοτιοδυτικά της πόλης. Το Βαλτέτσι επιλέχθηκε ως το κύριο οχυρωμένο στρατόπεδο, καθότι δέσποζε πάνω στην κύρια οδό εφοδιασμού των Τούρκων, κλεισμένων πλέον μέσα στην Τρίπολη, και γιατί ήταν φύσει οχυρή τοποθεσία, με τέσσερις απόκρημνους λόφους να υψώνονται γύρω απ’ το χωριό. Επιπλέον οι επιτιθέμενοι, κατά την έφοδο στο στρατόπεδο, θα χρειαζόταν να ανέβουν μια πλαγιά εν μέσω διασταυρούμενων πυρών απ’ τις φρουρές, γεγονός που θα τους προκαλούσε σοβαρές απώλειες. Στο οχυρωμένο λοιπόν Βαλτέτσι συγκεντρώθηκαν οι ομάδες του Κολοκοτρώνη, των Μαυρομιχαλέων, του Αναγνωσταρά, του Γιατράκου και άλλων οπλαρχηγών, κι από εκεί διενεργούσαν εφόδους κατά της Τρίπολης.
Την ίδια στιγμή, στην Κόρινθο, οι επαναστάτες πολιορκούσαν την Ακροκόρινθο ενώ οι Τούρκοι, υπό τον Χουρσίτ πασά, είχαν εκστρατεύσει εναντίον των δυνάμεων του Αλή πασά στην Ήπειρο. Από κει ο Χουρσίτ, μαθαίνοντας τα τεκταινόμενα στο Μωριά, στέλνει στις αρχές Απριλίου ισχυρό πολεμικό σώμα 3.500 Αλβανών, υπό τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά, για να καταπνίξει την επανάσταση και να ενισχύσει την Τρίπολη στην οποία, σημειωτέον, βρίσκονταν το χαρέμι και μεγάλο μέρος των θησαυρών του. Ο Κεχαγιάμπεης, όντως, ξεκινάει από τα Γιάννενα και καταστρέφει ό,τι βρει μπροστά του. Από το Αντίρριο περνά στην Πελοπόννησο, καίει τη Βοστίτσα, λύει την πολιορκία της Ακροκορίνθου και του Άργους και φτάνει στα περίχωρα της Τρίπολης τη νύχτα της 23ης Απριλίου. Την επομένη επιτίθεται αιφνιδιαστικά στο Βαλτέτσι, στο οποίο έχει μείνει η μισή φρουρά, λόγω μιας επιθετικής ενέργειας που ετοίμαζαν οι επαναστάτες κοντά στη λίμνη Τάκκα.
Η τουρκική επίθεση αρχικά πετυχαίνει και ένα τμήμα του στρατοπέδου παραδίδεται στη φωτιά, αλλά οι Τούρκοι δεν καταφέρνουν να καταλάβουν τα βόρεια ταμπούρια του χωριού, στα οποία συνεχίζεται η λυσσαλέα αντίσταση των Ελλήνων. Την πλέον κρίσιμη στιγμή της μάχης καταφθάνουν ενισχύσεις, με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Πλαπούτα, και χτυπούν τους Τουρκαλβανούς από τα νότια. Η τουρκική δύναμη υποχωρεί άτακτα και καταδιώκεται από την έφιππη ομάδα του Κολοκοτρώνη μέχρι το χωριό Μπολέττα (Μάκρη) και μπαίνει τελικά μέσα στην Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης, όπως έλεγε, προτιμούσε να έχει τους Τούρκους μαντρωμένους στην Τρίπολη, όπου παρακολουθούνταν εύκολα, παρά λυτούς, να κάνουν επιδρομές και να έχουν την πρωτοβουλία.
Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη 1η και τη 2η μάχη του Βαλτετσίου, το στρατόπεδο αναδιοργανώνεται, οχυρώνεται εκ νέου και η φρουρά του ενισχύεται με 1.000 πολεμιστές, με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Ταυτόχρονα τοποθετούνται παρατηρητές στους λόφους γύρω απ’ την Τρίπολη και καλύπτονται όλοι οι δρόμοι και τα μονοπάτια, για αποκλειστεί η περίπτωση αιφνιδιασμού. Οι παρατηρητές έχουν εντολές να κάνουν σινιάλα με φωτιές για τις προθέσεις των Τούρκων. Μια φωτιά σημαίνει ότι οι Τούρκοι κατευθύνονται προς Λεβίδι, δύο φωτιές για το Βαλτέτσι και τρεις για τα Βέρβαινα. Έτσι, λόφο με λόφο, θα ειδοποιηθούν όλα τα ελληνικά τμήματα και θα σπεύσουν σε βοήθεια του σημείου που απειλείται. Επίσης, ο Κολοκοτρώνης έχει συγκεντρώσει τους καλύτερους σκοπευτές και τους έχει μοιράσει στα διάφορα ταμπούρια, με εντολή να σκοτώνουν τους σημαιοφόρους και τους αγγελιαφόρους του εχθρού, για να σπείρουν τη σύγχυση στους Τούρκους.
Πραγματικά, τη νύχτα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης με δώδεκα χιλιάδες άντρες και τέσσερα πολιορκητικά κανόνια βγαίνει απ’ την Τρίπολη. Σε λίγη ώρα, απ’ το παρατηρητήριο της Πάνω Χρέπας φαίνονται δύο φωτιές. Το σύνθημα δίνεται. Πάνε ξανά για το Βαλτέτσι. Μέσα στο χωριό έχουν συγκεντρωθεί πάνω από δύο χιλιάδες επαναστάτες και έχουν λάβει θέσεις. Στο πρώτο ταμπούρι βρίσκονται οι Μαυρομιχαλαίοι με όλους τους Μανιάτες, στο δεύτερο ο Κατριβάνος απ’ τη Μεγαλόπολη, ο Μητροπέτροβας, ο Δαγρές απ’ την Καλαμάτα με τα τμήματά τους, στο τρίτο είναι οχυρωμένοι οι Φλεσσαίοι, οι Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι, και στην εκκλησιά βρίσκονται οι Μπουραίοι, ο Κυριάκος, ο Τσαλαφατίνος και οι Τριπολιτσιώτες. Οι εντολή του Κολοκοτρώνη είναι: «Αφήστε τους να σιμώσουν για τα καλά, μετά βάλτε φωτιά».
Καθώς το τούρκικο ασκέρι πλησιάζει απ’ τον κάμπο, ο απόκοτος Θοδωρής Καρδάρας, έφιππος με μια ελληνική σημαία, βγαίνει μπροστά και με αργό καλπασμό προκαλεί τον εχθρό τραβώντας το σπαθί του. Οι πολεμικές ιαχές από τα οχυρά πίσω του χαλούν τον κόσμο. Οι Τούρκοι του ρίχνουν με όπλα κάθε διαμετρήματος, αλλά καμιά σφαίρα δεν τον πετυχαίνει και ξαναμπαίνει στο χωριό. Μόλις που προλαβαίνει. Το ταμπούρι του Μητροπέτροβα υφίσταται αφόρητη πίεση, αλλά οι ενεδρευτές των επαναστατών πυροβολούν τους σημαιοφόρους του εχθρού και ρίχνουν τις τουρκικές σημαίες καταγής. Μετά από λίγο, κανείς δεν τις σηκώνει. Ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης σκοτώνει με μια βολή τον αρχιπυροβολητή των Τούρκων, καθώς ετοιμάζεται να δώσει εντολή στην πυροβολαρχία για πυρ εναντίον των οχυρώσεων. Το απόγευμα φθάνουν οι ενισχύσεις των Ελλήνων από τα υπόλοιπα στρατόπεδα, υπό τον Πλαπούτα, αλλά και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης με 800 άνδρες, και εγκλωβίζουν τους Τούρκους σε διασταυρούμενα πυρά.
Η μάχη θα διαρκέσει όλη τη νύχτα, με τους Έλληνες να κρατούν τους Τούρκους σε όλα τα ταμπούρια. Σε μια από τις τουρκικές εφόδους την αυγή, το τουρκικό πυροβολικό ρίχνει μια ομοβροντία πάνω στο δικό τους πεζικό, με καταστρεπτικές συνέπειες. Σε κάποια στιγμή της μάχης, ο Κεχαγιάμπεης συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύουν να κυκλωθούν από τις ελληνικές ενισχύσεις και δίνει εντολή για υποχώρηση, η οποία γρήγορα μετατρέπεται σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι πετούν το βαρύ οπλισμό τους και οτιδήποτε δεν μπορούν να μεταφέρουν και σπεύδουν πίσω στην Τρίπολη, με τους επαναστάτες να τους ακολουθούν κατά πόδας. Στο πεδίο της μάχης άφησαν 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες, 4 πεδινά κανόνια, όπλα τα οποία εξόπλισαν 4.000 Έλληνες πολεμιστές, και 18 σημαίες. Η ελληνική πλευρά είχε μόλις 7 νεκρούς και λίγους τραυματίες.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που έλαβε μέρος στη μάχη, έγραψε μετά την ανεξαρτησία: «Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».
Πηγή
http://ardin-rixi.gr/archive
Την ίδια στιγμή, στην Κόρινθο, οι επαναστάτες πολιορκούσαν την Ακροκόρινθο ενώ οι Τούρκοι, υπό τον Χουρσίτ πασά, είχαν εκστρατεύσει εναντίον των δυνάμεων του Αλή πασά στην Ήπειρο. Από κει ο Χουρσίτ, μαθαίνοντας τα τεκταινόμενα στο Μωριά, στέλνει στις αρχές Απριλίου ισχυρό πολεμικό σώμα 3.500 Αλβανών, υπό τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά, για να καταπνίξει την επανάσταση και να ενισχύσει την Τρίπολη στην οποία, σημειωτέον, βρίσκονταν το χαρέμι και μεγάλο μέρος των θησαυρών του. Ο Κεχαγιάμπεης, όντως, ξεκινάει από τα Γιάννενα και καταστρέφει ό,τι βρει μπροστά του. Από το Αντίρριο περνά στην Πελοπόννησο, καίει τη Βοστίτσα, λύει την πολιορκία της Ακροκορίνθου και του Άργους και φτάνει στα περίχωρα της Τρίπολης τη νύχτα της 23ης Απριλίου. Την επομένη επιτίθεται αιφνιδιαστικά στο Βαλτέτσι, στο οποίο έχει μείνει η μισή φρουρά, λόγω μιας επιθετικής ενέργειας που ετοίμαζαν οι επαναστάτες κοντά στη λίμνη Τάκκα.
Παναγιώτης Γιατράκος |
Η τουρκική επίθεση αρχικά πετυχαίνει και ένα τμήμα του στρατοπέδου παραδίδεται στη φωτιά, αλλά οι Τούρκοι δεν καταφέρνουν να καταλάβουν τα βόρεια ταμπούρια του χωριού, στα οποία συνεχίζεται η λυσσαλέα αντίσταση των Ελλήνων. Την πλέον κρίσιμη στιγμή της μάχης καταφθάνουν ενισχύσεις, με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Πλαπούτα, και χτυπούν τους Τουρκαλβανούς από τα νότια. Η τουρκική δύναμη υποχωρεί άτακτα και καταδιώκεται από την έφιππη ομάδα του Κολοκοτρώνη μέχρι το χωριό Μπολέττα (Μάκρη) και μπαίνει τελικά μέσα στην Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης, όπως έλεγε, προτιμούσε να έχει τους Τούρκους μαντρωμένους στην Τρίπολη, όπου παρακολουθούνταν εύκολα, παρά λυτούς, να κάνουν επιδρομές και να έχουν την πρωτοβουλία.
Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη 1η και τη 2η μάχη του Βαλτετσίου, το στρατόπεδο αναδιοργανώνεται, οχυρώνεται εκ νέου και η φρουρά του ενισχύεται με 1.000 πολεμιστές, με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Ταυτόχρονα τοποθετούνται παρατηρητές στους λόφους γύρω απ’ την Τρίπολη και καλύπτονται όλοι οι δρόμοι και τα μονοπάτια, για αποκλειστεί η περίπτωση αιφνιδιασμού. Οι παρατηρητές έχουν εντολές να κάνουν σινιάλα με φωτιές για τις προθέσεις των Τούρκων. Μια φωτιά σημαίνει ότι οι Τούρκοι κατευθύνονται προς Λεβίδι, δύο φωτιές για το Βαλτέτσι και τρεις για τα Βέρβαινα. Έτσι, λόφο με λόφο, θα ειδοποιηθούν όλα τα ελληνικά τμήματα και θα σπεύσουν σε βοήθεια του σημείου που απειλείται. Επίσης, ο Κολοκοτρώνης έχει συγκεντρώσει τους καλύτερους σκοπευτές και τους έχει μοιράσει στα διάφορα ταμπούρια, με εντολή να σκοτώνουν τους σημαιοφόρους και τους αγγελιαφόρους του εχθρού, για να σπείρουν τη σύγχυση στους Τούρκους.
Πραγματικά, τη νύχτα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης με δώδεκα χιλιάδες άντρες και τέσσερα πολιορκητικά κανόνια βγαίνει απ’ την Τρίπολη. Σε λίγη ώρα, απ’ το παρατηρητήριο της Πάνω Χρέπας φαίνονται δύο φωτιές. Το σύνθημα δίνεται. Πάνε ξανά για το Βαλτέτσι. Μέσα στο χωριό έχουν συγκεντρωθεί πάνω από δύο χιλιάδες επαναστάτες και έχουν λάβει θέσεις. Στο πρώτο ταμπούρι βρίσκονται οι Μαυρομιχαλαίοι με όλους τους Μανιάτες, στο δεύτερο ο Κατριβάνος απ’ τη Μεγαλόπολη, ο Μητροπέτροβας, ο Δαγρές απ’ την Καλαμάτα με τα τμήματά τους, στο τρίτο είναι οχυρωμένοι οι Φλεσσαίοι, οι Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι, και στην εκκλησιά βρίσκονται οι Μπουραίοι, ο Κυριάκος, ο Τσαλαφατίνος και οι Τριπολιτσιώτες. Οι εντολή του Κολοκοτρώνη είναι: «Αφήστε τους να σιμώσουν για τα καλά, μετά βάλτε φωτιά».
Καθώς το τούρκικο ασκέρι πλησιάζει απ’ τον κάμπο, ο απόκοτος Θοδωρής Καρδάρας, έφιππος με μια ελληνική σημαία, βγαίνει μπροστά και με αργό καλπασμό προκαλεί τον εχθρό τραβώντας το σπαθί του. Οι πολεμικές ιαχές από τα οχυρά πίσω του χαλούν τον κόσμο. Οι Τούρκοι του ρίχνουν με όπλα κάθε διαμετρήματος, αλλά καμιά σφαίρα δεν τον πετυχαίνει και ξαναμπαίνει στο χωριό. Μόλις που προλαβαίνει. Το ταμπούρι του Μητροπέτροβα υφίσταται αφόρητη πίεση, αλλά οι ενεδρευτές των επαναστατών πυροβολούν τους σημαιοφόρους του εχθρού και ρίχνουν τις τουρκικές σημαίες καταγής. Μετά από λίγο, κανείς δεν τις σηκώνει. Ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης σκοτώνει με μια βολή τον αρχιπυροβολητή των Τούρκων, καθώς ετοιμάζεται να δώσει εντολή στην πυροβολαρχία για πυρ εναντίον των οχυρώσεων. Το απόγευμα φθάνουν οι ενισχύσεις των Ελλήνων από τα υπόλοιπα στρατόπεδα, υπό τον Πλαπούτα, αλλά και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης με 800 άνδρες, και εγκλωβίζουν τους Τούρκους σε διασταυρούμενα πυρά.
Η μάχη θα διαρκέσει όλη τη νύχτα, με τους Έλληνες να κρατούν τους Τούρκους σε όλα τα ταμπούρια. Σε μια από τις τουρκικές εφόδους την αυγή, το τουρκικό πυροβολικό ρίχνει μια ομοβροντία πάνω στο δικό τους πεζικό, με καταστρεπτικές συνέπειες. Σε κάποια στιγμή της μάχης, ο Κεχαγιάμπεης συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύουν να κυκλωθούν από τις ελληνικές ενισχύσεις και δίνει εντολή για υποχώρηση, η οποία γρήγορα μετατρέπεται σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι πετούν το βαρύ οπλισμό τους και οτιδήποτε δεν μπορούν να μεταφέρουν και σπεύδουν πίσω στην Τρίπολη, με τους επαναστάτες να τους ακολουθούν κατά πόδας. Στο πεδίο της μάχης άφησαν 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες, 4 πεδινά κανόνια, όπλα τα οποία εξόπλισαν 4.000 Έλληνες πολεμιστές, και 18 σημαίες. Η ελληνική πλευρά είχε μόλις 7 νεκρούς και λίγους τραυματίες.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που έλαβε μέρος στη μάχη, έγραψε μετά την ανεξαρτησία: «Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».
Πηγή
http://ardin-rixi.gr/archive
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου