Labels

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡIΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40 ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΒΙΝΤΕΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟΝΤΟΥΛΑΠΟ ΜΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ 1821-1832 ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΑΡΧΑΙΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΕΛΛΑΔΑ 1967-1974 ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΞΕΝΩΝ ΜΗ ΣΥΜΒΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΘΡΥΛΟΙ / ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1453 - 1821 ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΘΕΟΙ / ΗΜΙΘΕΟΙ / ΗΡΩΕΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΤΤΙΛΑΣ ΡΗΤΑ

5 Δεκεμβρίου 2012

Μι­κρά Ἀ­σί­α


Ἦ­ταν 29 Μα­ΐ­ου τοῦ 1453, ὅ­ταν ἀ­κού­στη­κε ἡ σπα­ρα­κτι­κή κραυ­γή: «Ἑ­ά­λω ἡ Πό­λις Σου, Θε­ο­τό­κε». Ἀ­μέ­σως ὅ­μως ὁ λα­ός μας, πα­ρη­γο­ρών­τας τό «Ρό­δον τό Ἀ­μά­ραν­το» τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ρί­χνον­τας καί τόν σπό­ρο τῆς ἀν­τί­στα­σης καί τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ Γέ­νους, δι­α­λα­λεῖ:
«Σώ­πα­σε κυ­ρά-Δέ­σποι­να καί μήν πο­λυ­δα­κρύ­ζεις πά­λι μέ χρό­νους μέ και­ρούς πά­λι δι­κά μας θά ‘ναι». Καί ἤρ­θα­νε χρό­νοι δί­σε­κτοι: 400 χρό­νι­α, 500 γιά τόν βό­ρει­ο καί ἐ­κεῖ­θεν του Αἰ­γαί­ου Ἑλ­λη­νι­σμό κρα­τᾶ ἡ αἰχ­μα­λω­σί­α, ἡ θη­ρι­ώ­δης σκλα­βιά.

Ἐ­πι­βί­ω­σε ὅ­μως ὁ λα­ός μας, οἱ ἡ­ρω­ϊ­κοί ρα­γιά­δες. Πῶς; Χά­ρις στήν ἑλ­λη­νο­σώ­τει­ρα Ἐκ­κλη­σί­α μας. «Τό ρά­σο στά­θη­κε ἡ ἐ­θνι­κή ση­μαί­α τῆς Ἑλ­λά­δος στά χρό­νι­α της σκλα­βιᾶς», θά γρά­ψει ὁ Μυ­ρι­βή­λης. Γι’ αὐ­τό καί τό λά­βα­ρο τῆς ἁ­γι­α­σμέ­νης Ἐ­πα­νά­στα­σης τοῦ ’21 τό ὑ­ψώ­νει ἕ­νας Ἐ­πί­σκο­πος. Γι’ αὐ­τό καί ἡ ἀ­πο­στο­μω­τι­κή, πρός τούς τω­ρι­νούς ἐκ­κλη­σι­ο­μά­χους, κραυ­γή τοῦ Κο­λο­κο­τρώ­νη: «Ὅ­ταν ἐ­πι­ά­σα­με τά ἅρ­μα­τα εἴ­πα­με πρῶ­τα ὑ­πέρ Πί­στε­ως καί ἔ­πει­τα ὑ­πέρ Πα­τρί­δος».
Καί ἐ­γί­να­με Κρά­τος, πού με­τά τήν δο­λο­φο­νί­α τοῦ ἁ­γί­ου της πο­λι­τι­κῆς, Ἰ­ω­άν­νη Κα­πο­δί­στρι­α, κα­ταν­τᾶ μπαί­γνι­ο τῶν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων, πα­λι­ο­ψά­θα τῶν ἐ­θνῶν, κα­τά τόν πα­τρι­δο­φύ­λα­κα στρα­τη­γό Μα­κρυ­γι­άν­νη.
Ἀρ­χέ­γο­νες ὅ­μως κοι­τί­δες τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ μέ­νουν σκλά­βες «Κι ἕ­να στό­μα ἐ­καρ­τε­ροῦ­σαν / ἔ­λα πά­λι, νά τούς πεῖ». Ἡ Μα­κε­δο­νί­α, ἡ Θρά­κη, ἡ Κρή­τη, ἡ Μι­κρά Ἀ­σί­α μέ τήν Σμύρ­νη, ὁ Πόν­τος μέ τήν Τρα­πε­ζοῦν­τα καί οἱ ἄλ­λες ξα­κου­στές πο­λι­τεῖ­ες τῆς Ρω­μιο­σύ­νης. Εὐ­δό­κη­σεν ὁ Κύ­ρι­ος καί ἦρ­θε τό πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου. Καί πρῶ­τα ἐ­δῶ στή Μα­κε­δο­νί­α μας. Ἠ­ρω­ϊ­κοί Μα­κε­δο­νο­μά­χοι, ἀ­τρό­μη­τες δα­σκά­λες, πα­πά­δες μέ ντου­φέ­κια – ποι­μέ­νες κα­λοί – σώ­ζουν τήν Μα­κε­δο­νί­α, σώ­ζουν τήν Ἑλ­λά­δα κα­τά τήν ὡ­ραί­α ρή­ση τοῦ ἀ­δι­κο­χα­μέ­νου Ἴ­ω­να Δρα­γού­μη. Γι’ αὐ­τό λέ­με σή­με­ρα ἐ­μεῖς οἱ Μα­κε­δό­νες σ’ ὅ­λους τους ἐ­πί­βου­λους τῆς πα­τρί­δας – ἐν­τός καί ἐ­κτός συ­νό­ρων: ὅ,­τι κερ­δή­θη­κε μέ αἷ­μα δέν μπο­ρεῖ νά ξε­που­λη­θεῖ μέ τό με­λά­νι μί­ας ὑ­πο­γρα­φῆς. Ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι φω­νή νε­κρῶν δι­δά­σκου­σα τούς ζῶν­τας, κα­νείς δέν ἔ­χει τό δι­καί­ω­μα νά πα­ρα­δώ­σει ὄ­νο­μα. Τί θά πεῖ Βό­ρει­α ἤ Ἄ­νω Μα­κε­δο­νί­α; Τί θά πῶ ἐ­γώ στούς μα­θη­τές μου, πῶς θά τούς ἀν­τι­κρί­σω στά μά­τια, ἄν τούς δι­δά­ξω τέ­τοιο ἀ­νο­σι­ούρ­γη­μα; Πῶς δά­σκα­λος μέ στοι­χει­ώ­δη πνευ­μα­τι­κή ἐν­τι­μό­τη­τα θά δι­δά­ξει τό ἀ­θλι­ούρ­γη­μα, τήν προ­δο­σί­α; Ντρο­πή, νά ντρο­πι­α­στοῦ­με!! Τήν πε­ρί­ο­δο τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ὅ­ταν γεν­νι­οῦν­ταν ἕ­να παι­δί, οἱ μά­νες τοῦ εὔ­χον­ταν νά μήν χά­σει τ’ ὄ­νο­μά του, δη­λα­δή νά μήν ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σει, νά μήν τουρ­κέ­ψει. Αὐ­τή πρέ­πει νά εἶ­ναι καί σή­με­ρα ἡ εὐ­χή, ἡ προ­σευ­χή μας: νά μήν χά­σου­με τό ὄ­νο­μά μας, τήν Μα­κε­δο­νί­α μας.
1912-13, ἡ Ἑλ­λά­δα δι­πλα­σι­ά­ζει τά φτε­ρά της, ἀπ’ τά κό­κα­λα βγαλ­μέ­νη τῶν Ἑλ­λή­νων στρα­τι­ω­τῶν τά ἱ­ε­ρά ἔρ­χε­ται ἡ λευ­τε­ριά, οἱ Βαλ­κα­νι­κοί Πό­λε­μοι, ἡ συ­νέ­χει­α τοῦ ’21. Ἡ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α πραγ­μα­τώ­νε­ται. Ἄς γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι τά ἔ­θνη με­γα­λουρ­γοῦν μέ με­γά­λες ἰ­δέ­ες καί ὄ­χι μέ τό κα­τά κε­φα­λήν εἰ­σό­δη­μα. Τό ἐν­τός της καρ­δί­ας εἰ­σό­δη­μα φτε­ρώ­νει τούς λα­ούς.
Ξε­σπᾶ ὁ Α’ Π.Π. καί μα­ζί του, ἐ­δῶ στήν Ἑλ­λά­δα, ἡ δι­χό­νοι­α ἡ δο­λε­ρή, ὁ πε­ρι­ώ­δυ­νος Ἐ­θνι­κός Δι­χα­σμός. Ταυ­τό­χρο­να στή Μι­κρά Ἀ­σί­α, οἱ ἐγ­κλη­μα­τί­ες Νε­ο­τοῦρ­κοι, καθ’ ὑ­πό­δει­ξιν τῶν Γερ­μα­νῶν θέ­τουν σέ ἐ­φαρ­μο­γή τό σα­τα­νι­κό σχέ­δι­ο. «Θά σᾶς κό­ψου­με τά κε­φά­λια, θά σᾶς ἐ­ξα­φα­νί­σου­με. Ἤ ἐ­μεῖς θά ἐ­πι­ζή­σου­με ἤ ἐ­σεῖς» δή­λω­νε ὁ Τοῦρ­κος πρω­θυ­πουρ­γός Σεκ­φκέτ πα­σάς στόν Πα­τρι­άρ­χη τοῦ Γέ­νους, Ἰ­ω­α­κείμ τόν Γ’. «Ἡ Τουρ­κί­α δέν ἔ­χει οὐ­δε­μί­αν ἀ­σφά­λει­αν οὔ­τε δύ­να­ται νά ὀρ­γα­νω­θεῖ ἐ­λευ­θέ­ρως εἰς τό μέλ­λον, λό­γω τῆς πα­ρου­σί­ας τῶν Ἑλ­λή­νων» δη­λώ­νει ὁ Γερ­μα­νός πα­σάς Λί­μαν φόν Σάν­τερς. Καί γιά νά μήν προ­κλη­θεῖ ἀν­τί­δρα­ση ἀ­πό τόν λε­γό­με­νο «πο­λι­τι­σμέ­νο κό­σμο», προ­τεί­νει καί τόν τρό­πο ἐ­ξόν­τω­σης τῶν Χρι­στια­νῶν, τήν «τε­λι­κή λύ­ση» πού ἔ­χει ἄλ­λο ὄ­νο­μα στή Μι­κρά Ἀ­σί­α, λέ­γε­ται «λευ­κός θά­να­τος», οἱ ἐ­ξον­τω­τι­κές ἐ­κεῖ­νες ἐ­κτο­πί­σεις καί ὁ­δοι­πο­ρί­ες μέ­σα στό χιό­νι τῶν γυ­ναι­κο­παί­δων καί τῶν γε­ρόν­των – οἱ ἄν­τρες ἀ­πο­δε­κα­τί­ζον­ται στά τρο­με­ρά τάγ­μα­τα θα­νά­του, στά ΑΜΕΛΕ ΤΑΜΠΟΥΡΟΥ. Ἦ­ταν ἕ­να Ἄ­ου­σβιτς ἐν ρο­ῆ, οἱ ἄν­θρω­ποι πέ­θαι­ναν καθ’ ὁ­δόν. «Δέν περ­πα­τοῦ­σαν γιά νά φτά­σουν κά­που, ὄ­χι, περ­πα­τοῦ­σαν γιά νά πε­θά­νουν ἀ­πό τίς κα­κου­χί­ες, τήν πα­γω­νιά, τήν πεί­να, τόν ἐ­ξευ­τε­λι­σμό τοῦ ἀν­θρώ­που. Δέν ὑ­πῆρ­χε τέρ­μα, τό τα­ξί­δι πρός τόν θά­να­το ἦ­ταν ὁ θά­να­τος», ση­μει­ώ­νει ὁ κάθ. Πᾶν. Ἐ­νε­πε­κί­δης.
M.Asia1
 Ἀ­πό τό 1914 ἀρ­χί­ζει τό μαρ­τύ­ρι­ο τοῦ Μι­κρα­σι­α­τι­κοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἑ­κα­τον­τά­δες χι­λιά­δες οἱ ἀ­θῶ­οι νε­κροί. Ἄς τό ἀ­κού­σουν αὐ­τό ὅ­σοι ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­τι ἡ Μι­κρα­σι­α­τι­κή Ἐκ­στρα­τεί­α ἦ­ταν ἰμ­πε­ρι­α­λι­στι­κή ἐ­πι­χεί­ρη­ση. Ὁ στρα­τός μᾶς πῆ­γε στή Σμύρ­νη, γιά νά σώ­σει καί νά ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τά «Μα­τω­μέ­να Χώ­μα­τα» καί ὄ­χι γιά νά κα­τα­κτή­σει καί νά σκλα­βώ­σει. Νά ση­μει­ω­θεῖ πώς τήν ἐ­πο­χή αὐ­τή ὁ Ἑλ­λη­νι­σμός τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας βρί­σκε­ται σέ λαμ­πρό πο­λι­τι­στι­κό, πνευ­μα­τι­κό καί οἰ­κο­νο­μι­κό ἐ­πί­πε­δο, κα­τά πο­λύ ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πό τό κρα­τί­δι­ο τῆς ἀ­ψό­γου στά­σε­ως. Νά ἀ­να­φέ­ρω ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γε­γο­νός, πού διά­βα­σα, καί τό λέ­ω πάν­το­τε τῶν μα­θη­τῶν μου: Ὅ­ταν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν ἕ­νας πε­ρι­η­γη­τής, ἕ­νας ξέ­νος κά­ποιο χω­ριό τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας, οἱ ἀρ­χον­τι­κοί ἐ­κεῖ­νοι Ρω­μιοί, τό πρῶ­το πράγ­μα πού τοῦ ἔ­δει­χναν, ἦ­ταν τό σχο­λεῖ­ο καί τήν ἐκ­κλη­σιά τους. Ἦ­ταν τά ὡ­ραι­ό­τε­ρα κτί­σμα­τα τοῦ χω­ριοῦ, γι’ αὐ­τά κα­μά­ρω­ναν, ὅ­πως στίς ἀρ­χαῖ­ες ἑλ­λη­νι­κές πό­λεις τά σε­βά­σμα­τα τῶν θε­ῶν. Τά ἔ­χτι­ζαν ὅ­λοι μα­ζί, λει­τουρ­γοῦ­σε ἡ Κοι­νό­τη­τα, τό Ἐ­μεῖς. Σή­με­ρα, τήν ἐ­πο­χή τοῦ Ἐ­γώ, ἐ­νί­ο­τε κα­τα­στρέ­φου­με τά σχο­λειά μας, μα­γα­ρί­ζου­με τίς ἐκ­κλη­σιές μας καί μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει μό­νο τό κά­στρο τῆς με­γα­λαυ­χί­ας μας, τό σπί­τι μας, νά ξε­χω­ρί­ζει, νά προ­κα­λεῖ τόν φθό­νο. Με­γά­λη ἰ­δέ­α πλέ­ον ἡ με­γι­στο­ποί­η­ση τῆς κα­τα­να­λω­τι­κῆς εὐ­χέ­ρει­ας ἤ ἀ­πο­χαύ­νω­σης, ἀλ­λά «ὧ τίς ἤτ­τη­ται, τού­τω καί δε­δού­λω­ται». Ἔ­λε­γε ὁ ὀ­σι­α­κῆς μνή­μης γέ­ρον­τας Πα­ϊ­σι­ος ὁ Ἁ­γιο­ρεί­της: «Κλί­νου­με λά­θος τήν ἀν­τω­νυ­μί­α. Λέ­με ἐ­γώ, ἐ­σύ, αὐ­τός, ἐ­νῶ ἔ­πρε­πε αὐ­τός, ἐ­σύ, ἐ­γώ».
M.Asia2
Μά­ϊ­ος τοῦ 1919, ὁ ἔν­δο­ξος ἑλ­λη­νι­κός στρα­τός ἀ­πο­βι­βά­ζε­ται στήν ἀρ­χόν­τισ­σα τῆς Ἰ­ω­νί­ας, τή Σμύρ­νη. «Τά ὄ­νει­ρά μας τα­ξι­δεύ­ουν στό Αἰ­γαῖ­ο». «Χτυ­πῆ­στε Ὁ­μή­ρων ἰ­ω­νι­κές οἱ λύ­ρες / Σμύρ­νη ξα­νά, γεν­νή­τρι­ες εἶν’ οἱ μοῖ­ρες», ἀ­να­κρού­ει ὁ Κω­στής Πα­λα­μᾶς ἀ­πό τήν Ἀ­θή­να. Ἀλ­λά τό ὄ­μορ­φο ἐ­θνι­κό ὄ­νει­ρο ἀ­πό δι­κά μας λά­θη καί πά­θη, θα­να­τη­φό­ρα σύ­νερ­γα στά χέ­ρια τῶν ρα­δι­ούρ­γων συμ­μά­χων μας, κρά­τη­σε τρί­α χρό­νι­α καί τρεῖς μῆ­νες, ὅ­σο καί ἡ λάμ­ψη τῆς λόγ­χης τοῦ στρα­τοῦ μας στά πο­λυ­νε­κρά μέ­τω­πα τῶν μα­χῶν. Ἔ­πει­τα; Ἔ­πει­τα τόν Αὔ­γου­στο τοῦ ’22 ἦρ­θε ἐ­πά­νω στά φτε­ρά μί­ας μαι­νό­με­νης κα­ται­γί­δας ἡ ὀ­λέ­θρι­α συμ­φο­ρά. Ἀ­κού­γε­ται μί­α ἄλ­λη ἀ­γω­νι­ώ­δης κραυ­γή: Τό μέ­τω­πο ἔ­πε­σε. Για­τί; Πῶς φτά­σα­με στή συμ­φο­ρά. Θυ­μᾶ­μαι τόν Σο­λω­μό στούς «Ἐ­λεύ­θε­ρους Πο­λι­ορ­κη­μέ­νους»: «Ἀ­ρα­πι­ᾶς ἄ­τι, Γάλ­λου νοῦς, βό­λι Τουρ­κιᾶς, τό­πι Ἄγ­γλου/ Πέ­λα­γο μέ­γα πο­λε­μᾶ, βα­ρεῖ τό κα­λυ­βά­κι».
 Xrisostomos
Πρῶ­τα οἱ κα­κουρ­γί­ες τῶν δῆ­θεν Συμ­μά­χων μας, πού δέν μπο­ροῦν νά ἀ­νε­χθοῦν ἀ­να­σύ­στα­ση τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τῆς Ρω­μα­νί­ας. Θέ­λουν μί­αν Ἑλ­λά­δα μι­κρά καί ἔν­τι­μο, ὑ­πο­τε­λῆ στά κε­λεύ­σμα­τά τους. Καί τό πέ­τυ­χαν. Αἰ­τί­α τῆς συμ­φο­ρᾶς καί ἡ ἔλ­λει­ψη ὁ­μό­νοι­ας τῶν Ἑλ­λή­νων, ὁ ἐ­παί­σχυν­τος κομ­μα­τι­σμός, ἡ γάγ­γραι­να πού κα­τα­τρώ­ει τά σω­θι­κά μας ἀ­πό τήν ἡ­μέ­ρα πού γί­να­με κρά­τος. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πώς ὅ­ταν ὁ Βε­νι­ζέ­λος ἔ­χα­σε τίς ἐ­κλο­γές τόν Νο­έμ­βρι­ο τοῦ ’20, ἐν μι­ά νυ­κτί ἐκ­δι­ώ­χτη­καν ἀ­πό τήν στρα­τιά οἱ ἐμ­πει­ρο­πό­λε­μοι ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοί πού προ­σκειν­ταν σ’ αὐ­τόν. Καί δυ­στυ­χῶς ἡ ἱ­στο­ρί­α, δι­δά­σκει πώς κα­νείς δέν δι­δά­σκε­ται ἀπ’ αὐ­τήν. Βι­ώ­νου­με καί στίς μέ­ρες μας τό πυ­ορ­ρέ­ον αὐ­τό τραῦ­μα τοῦ ἐ­θνι­κοῦ μας βί­ου. Ἔ­τσι φτά­σα­με στόν μαῦ­ρο Αὔ­γου­στο τοῦ ’22. Προ­σκυ­νοῦ­με τά πά­θη τοῦ λα­οῦ μας. Ἡ Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Μέ­σα σέ λί­γες ὧ­ρες ἡ κοι­τί­δα τῶν με­γά­λων φι­λο­σό­φων, τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ἁ­γι­ο­τό­κος καί ἠ­ρω­ο­τό­κος Μι­κρά Ἀ­σί­α ξε­κλη­ρί­ζε­ται. Τό Γέ­νος χά­νει τόν ἕ­να πνεύ­μο­νά του. Καί ἡ Σμύρ­νη φλέ­γε­ται, κρα­νί­ου τό­πος. Γρά­φει ὁ Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας Ἔντ. Ντρι­ό: «Χι­λιά­δες δυ­στυ­χεῖς ὑ­πάρ­ξεις σω­ρευ­μέ­νες κα­τά μῆ­κος τῆς προ­κυ­μαί­ας ρί­χτη­καν στή θά­λασ­σα. Σέ με­γά­λο μῆ­κος τοῦ λι­μα­νιοῦ ἑ­κα­τον­τά­δες πτω­μά­των εἶ­χαν γε­μί­σει τήν θά­λασ­σα, ὥ­στε νά μπο­ρεῖ νά βα­δί­σει κα­νείς πά­νω σ’ αὐ­τά. Τούς ἐ­πι­πλέ­ον­τες τούς ἀ­πο­τε­λεί­ω­ναν οἱ Τοῦρ­κοι μέ ξύ­λα καί σπα­θιά. Ἀ­να­ρίθ­μη­τες  ὑ­πάρ­ξεις προ­παν­τός γυ­ναῖ­κες, παι­διά καί γέ­ρον­τες ἐ­σφά­γη­σαν μέ­σα σέ αἴ­σχι­στες θη­ρι­ω­δί­ες». (Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ πε­ρί­φη­μος «συ­νω­στι­σμός» στό λι­μά­νι τῆς Σμύρ­νης, πού κά­ποιοι Γραι­κύ­λοι τῆς σή­με­ρον προ­σπα­θοῦν νά πε­ρά­σουν στήν Ἐκ­παί­δευ­ση). Ὅ­λοι προ­σπα­θοῦν νά φύ­γουν. Ἕ­νας μό­νο μέ­νει πι­στός ἄ­χρι θα­νά­του: Ὁ ἅ­γι­ος Ἐ­πί­σκο­πός της Σμύρ­νης, ὁ Χρυ­σό­στο­μος. «Πα­ρά­δο­σις τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κλή­ρου, ἀλ­λά καί ὑ­πο­χρέ­ω­σις τοῦ κα­λοῦ ποι­μέ­νος εἶ­ναι νά πα­ρα­μεί­νει μέ τό ποί­μνι­ό του», ἀ­παν­τᾶ στίς προ­τρο­πές γιά φυ­γή. Καί ἔ­μει­νε, κο­σμών­τας τό εἰ­κο­νο­στά­σι τοῦ Γέ­νους καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς αὐ­τός καί μα­ζί του δε­κά­δες ἑ­κα­τομ­μύ­ρι­α Χρι­στια­νῶν Ἑλ­λή­νων. Νά ἀ­να­φέ­ρω ἐ­δῶ μί­α ἄ­γνω­στη πτυ­χή τῆς τρα­γω­δί­ας. Σέ 300 χι­λιά­δες ὑ­πο­λο­γί­ζον­ται οἱ πρό­σφυ­γες πού πέ­θα­ναν με­τά τήν ἄ­φι­ξή τους στήν Ἑλ­λά­δα. Ἀ­πό τήν λύ­πη τους, ἀ­πό τόν κα­η­μό τους γιά τήν αἱ­μα­το­βαμ­μέ­νη πα­τρί­δα. Καί ὅ­μως, ἐ­κεῖ­νες οἱ ρη­μαγ­μέ­νες ψυ­χές πού ἔ­φτα­σαν στήν τα­λαί­πω­ρη πα­τρί­δα μας καί πού μο­σχο­βο­λοῦ­σαν σάν τό Τί­μι­ο Ξύ­λο, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε ὁ Ἀ­ϊ­βα­λι­ώ­της δά­σκα­λος τοῦ Γέ­νους Φ. Κόν­το­γλου, ἔ­δω­σαν νέ­α πνο­ή σ’ αὐ­τήν, πρό­κο­ψαν, πρό­κο­ψε μα­ζί τους καί τό λυμ­φα­τι­κό κρά­τος.
 1  2    3
Σή­με­ρα εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα μνή­μης τῆς Γε­νο­κτο­νί­ας τοῦ Μι­κρα­σι­α­τι­κοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Δέν μνη­σι­κα­κοῦ­με. Εἴ­μα­στε Χρι­στια­νοί Ὀρ­θό­δο­ξοι. Ὅμως οἱ γε­νο­κτό­νοι τῶν παπ­πού­δων μᾶς Τοῦρ­κοι καί πά­λι ἀ­πει­λοῦν καί πά­λι μαί­νον­ται. Ἄς εἶ­ναι: «ἔ­χουν τά κόλ­λυ­βα στό ζω­νά­ρι τους», ἔ­λε­γε ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σι­ος. Δέν εἶ­ναι αὐ­τοί τό με­γά­λο πρό­βλη­μα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Ὄ­χι. Μές στήν πό­λη εἶ­ναι οἱ ὀ­χτροί. Πρέ­πει νά ἀν­τι­στα­θοῦ­με σέ μί­α δεύ­τε­ρη γε­νο­κτο­νί­α, πο­λύ πι­ό ὕ­που­λη, πού προ­σφυ­ῶς ὀ­νο­μά­στη­κε Γε­νο­κτο­νί­α τῆς Μνή­μης. Μι­λοῦν ὅ­λοι γιά κρί­ση. Καί ἐν­νο­οῦν οἰ­κο­νο­μι­κή. Ἡ λέ­ξη κρί­ση στή γλώσ­σα μᾶς ση­μαί­νει δί­κη. «Νῦν  και­ρός κρί­σε­ώς ἐ­στι». Δι­κά­ζε­ται καί κα­τα­δι­κά­ζε­ται ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο σύ­στη­μα πού θε­ω­ρεῖ ὑ­πέρ­τα­τη ἀ­ξί­α τό χρῆ­μα.
Πάν­το­τε, μί­ας ὑ­λι­κῆς κα­τάρ­ρευ­σης προ­η­γεῖ­ται μί­α ἠ­θι­κή κρί­ση, μί­α κρί­ση ἀ­ξι­ῶν, μί­α κρί­ση τῆς Παι­δεί­ας. «Ἐκ τῶν γραμ­μά­των γεν­νᾶ­ται ἡ προ­κο­πή καί λάμ­πουν τά ἔ­θνη», ἔ­λε­γε ὁ Ρ. Φε­ραῖ­ος. Ἀλ­λά ποι­ῶν γραμ­μά­των; Μᾶς ἀ­παν­τᾶ ὁ Μα­κρυ­γι­άν­νης: «Αὐ­τῶν πού δο­ξά­ζε­ται ὁ Θε­ός, πού γι­ο­μί­ζουν οἱ μα­θη­τές προ­κο­πή καί ἀ­ρε­τή καί πό­νο στήν πα­τρί­δα». Καί τέ­τοια δέν ἔ­χου­με. Δι­α­βά­ζω δύ­ο προ­φη­τι­κά κεί­με­να. Τό 1ο τῶν Ἁ­γιο­ρει­τῶν Πα­τέ­ρων, ἔ­τος 1984: «Ἀ­πό πολ­λά χρό­νι­α τώ­ρα γί­νε­ται προ­σπά­θει­α, δι­αρ­κῶς αὐ­ξα­νο­μέ­νη νά πο­λε­μη­θεῖ ἡ πί­στη. Νά βγεῖ ἀ­πό τά ἑλ­λη­νι­κά σχο­λεῖ­α ὁ Χρι­στός. Νά δι­α­στρε­βλω­θεῖ ἡ ἱ­στο­ρί­α μας. Νά εὐ­τε­λι­σθεῖ ἡ ση­μα­σί­α τῶν με­γά­λων ἑ­ορ­τῶν, πού τό­σο ζεῖ ὁ λα­ός μας. Νά παύ­σει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει τή ζω­ή τοῦ Γέ­νους μας. Νά μεί­νει ὁ λα­ός μᾶς ἀ­προ­στά­τευ­τος, ἔκ­θε­τος, ἀ­ναι­μι­κός, ἕ­τοι­μη λεί­α καί τρο­φή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε αἰ­σθη­τοῦ ἤ νο­η­τοῦ θη­ρί­ου».
Τό 2ο τοῦ Μι­κρα­σι­ά­τη νομ­πε­λί­στα μᾶς ποι­η­τῆ Γ. Σε­φέ­ρη: «Στά χρό­νι­α μας πρέ­πει νά μήν τό ξε­χνᾶ­με, τό ζή­τη­μα δέν εἶ­ναι πιά, ἄν θά γρά­φου­με κα­θα­ρεύ­ου­σα ἤ δη­μο­τι­κή. Τό τρα­γι­κό ζή­τη­μα εἶ­ναι ἄν θά γρά­φου­με ἤ ὄ­χι ἑλ­λη­νι­κά». Στό δη­μο­τι­κό σχο­λεῖ­ο δέν ὑ­πάρ­χει σή­με­ρα στά πι­ό ση­μαν­τι­κά βι­βλί­α τῆς γλώσ­σας, μί­α προ­σευ­χή, ἐκ­πα­ρα­θυ­ρώ­θη­καν ἀ­πό τά νέ­α βι­βλί­α τά δη­μο­τι­κά μας τρα­γού­δια, δέν ὑ­πάρ­χουν οἱ ἥ­ρω­ες, οἱ ἅ­γι­οι τά πρό­τυ­πα. Δι­δά­σκου­με συν­τα­γές μα­γει­ρι­κῆς, ὑ­πο­σι­τί­ζου­με πνευ­μα­τι­κά τά παι­διά μας, τά τρέ­φου­με μέ τά ξυ­λο­κέ­ρα­τα τῆς Δύ­σης. Στό Γυ­μνά­σι­ο καί στό Λύ­κει­ο δέν συ­ναν­τᾶ ὁ μα­θη­τής που­θε­νά τόν Ἐ­θνι­κό μας Ὕ­μνο, θά βρεῖ ὅ­μως κεί­με­να πού ἐκ­θει­ά­ζουν τήν ἀ­νη­θι­κό­τη­τα, τήν ἀ­φι­λο­πα­τρί­α, σέ μί­α γλώσ­σα ἀ­ναι­μι­κή, μί­ζε­ρη, ἄ­το­νη καί χω­ρίς πνεῦ­μα. «Ὅ­ταν οἱ ἐ­χθροί σου θά ἔ­χουν ξε­μά­θει τήν ὀρ­θο­γρα­φί­α τους, νά ξέ­ρεις ὅ­τι ἡ νί­κη πλη­σι­ά­ζει», γρά­φει σπου­δαῖ­ος γλωσ­σο­λό­γος.
«Τ’ ἄ­θε­α γράμ­μα­τα πα­ρα­μέ­ρι­σαν τούς ἁ­γί­ους καί τούς ἀ­γω­νι­στές καί βά­λα­νε στό κε­φά­λι τοῦ ἔ­θνους, ξέ­νους κι ἄ­πι­στους γραμ­μα­τι­σμέ­νους, πού πᾶ­νε νά νο­θέ­ψου­νε τή ζω­ή μας. Τ’ ἄ­θε­α γράμ­μα­τα κό­ψα­νε τό δρό­μο τοῦ ἔ­θνους καί τ’ ἀμ­πο­δᾶ­νε νά χα­ρεῖ τή λευ­τε­ριά του», κή­ρυτ­τε ὁ Πα­που­λά­κος. Τό Γέ­νος μας θά ἐ­πι­βι­ώ­σει ἐν μέ­σω τῆς νε­ο­τα­ξι­κῆς ἀ­θλι­ό­τη­τας, μό­νο ἄν ξα­να­ζή­σει τό πνεῦ­μα τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης: Ψυ­χή καί Χρι­στός μᾶς χρει­ά­ζε­ται στό σπί­τι, στό σχο­λεῖ­ο, στήν ἐρ­γα­σί­α, στήν πο­λι­τι­κή. Τό 1922 μπο­ρεῖ νά κα­τα­στρα­φή­κα­με, ὅ­μως, ἄς μήν ξε­χνᾶ­με πώς ὁ ἴ­διος λα­ός, με­τά ἀ­πό 20 χρό­νι­α, μέ­θυ­σε μέ τό ἀ­θά­να­το κρα­σί τοῦ Εἰ­κο­σι­έ­να πά­νω στά βου­νά τῆς Βο­ρεί­ου Ἠ­πεί­ρου.
Θά κλεί­σω μέ κά­τι προ­σω­πι­κό. Ὁ προ­πάπ­πος μου χά­θη­κε στό Σαγ­γά­ρι­ο, δη­λώ­θη­κε ἀ­γνο­ού­με­νος. Ἡ προ­για­γιά μου ἔ­ζη­σε ὡς τά ’90, δέν ξα­να­παν­τρεύ­τη­κε, τόν καρ­τε­ροῦ­σε. Μᾶς ἔ­λε­γε: Εἶ­δα χτές βρά­δυ στόν ὕ­πνο μου τόν παπ­πού ( 23 χρο­νῶν πα­λι­κά­ρι ἔ­πε­σε). Ἐ­μεῖς τά παι­διά τήν κο­ρο­ϊ­δεύ­α­με. Πῶς τόν εἶ­δες, γέ­ρο ἤ νέ­ο; Πή­γαι­νε στό σεν­τού­κι, ἔ­βγα­ζε τό ἀ­ρι­στεῖ­ο ἀν­δρεί­ας, ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό της καί ἔ­λε­γε μέ πε­ρη­φά­νει­α: «Αὐ­τό τό ἔ­δω­σε ἡ πα­τρί­δα στόν παπ­πού» καί δά­κρυ­ζε. Ναι, αὐ­τό εἶ­ναι Μι­κρά Ἀ­σί­α, αὐ­τό εἶ­ναι πα­τρί­δα, αὐ­τό εἶ­ναι ἡ Ρω­μιο­σύ­νη: θυ­σί­α, δά­κρυ­α, Σταυ­ρός καί ἱ­ε­ρά κό­κα­λα ἡ­ρώ­ων καί ἁ­γί­ων. Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη τῶν μαρ­τύ­ρων τῆς Μι­κρα­σι­α­τι­κῆς Γής.

Να­τσι­ός Δη­μή­τρης – Δά­σκα­λος - Κιλ­κίς   
(Ὁ­μι­λί­α πού ἐκ­φω­νή­θη­κε στόν μη­τρο­πο­λι­τι­κό να­ό «Ἁ­γί­ας Σκέ­πης», στήν Ἔ­δεσ­σα, στίς 20-Σέπ-2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου